Ηλεκτροκίνηση: Τρύπα στο νερό
Όταν η τιμή ενός νέου αυτοκινήτου έχει ανέβει κατά 25-30%, και τα ηλεκτρικά είναι ακριβότερα παρά τις κρατικές επιδοτήσεις, το αποτέλεσμα είναι ένα: Περισσότερα και παλαιότερα αυτοκίνητα.
- -
- -
Πριν λίγες ημέρες κλείσαμε έναν από τους δυσκολότερους καλοκαιρινούς μήνες που έχει ποτέ ζήσει η χώρα. Ο οποίος, αν ένα πράγμα μας διδάσκει, είναι ότι αυτή είναι η νέα κανονικότητα. Για την ώρα… Και λέω για την ώρα, διότι σύμφωνα με τις περισσότερες αναλύσεις, ακόμη και τις πιο αισιόδοξες, το μέλλον θα είναι ακόμη δυσκολότερο σε ό,τι έχει να κάνει με το περιβάλλον και τη ζωή μας εντός αυτού. Ναι, αυτή είναι μια σκληρή διαπίστωση, την οποία ελπίζω όλοι να κάνουμε, έστω αργά. Η συζήτηση για το περιβάλλον δεν είναι θεωρητική ούτε αφορά κάποιους άλλους πολύ μακριά από εδώ, όπως ίσως μοιάζει όταν στη Μεσόγειο μιλάμε για το λιώσιμο των πάγων στην Ανταρκτική. Είναι η καθημερινότητά μας.
Οι καύσωνες δεν είναι πλέον κάποιες λίγες μέρες, 3-4, άντε μια βδομάδα, όπως ίσως συνέβαινε πριν 50 χρόνια. Ή ακόμη και πριν 30 χρόνια που ήμουν αρκετά μεγάλος για να έχω ακριβείς αναμνήσεις. Δεν είναι μια σπάνια πιθανότητα. Είναι κάτι που με βεβαιότητα θα συμβεί. Σαν να έχει προστεθεί μια ακόμη εποχή στο χρόνο. Αν υποθέσουμε ότι οι υπόλοιπες όπως τις ξέρουμε υπάρχουν ακόμη. Το ίδιο και οι καταιγίδες του Ιουνίου και του δεύτερου μισού του Αυγούστου. Το ίδιο και το “65 Αυγούστου” που χαριτωμένα γράφουμε στα social media ποστάροντας φωτογραφίες από παραλίες το καταχείμωνο.
Η αποσταθεροποίηση του κλίματος στην οποία οφείλεται η μείωση της υγρασίας στο έδαφος, η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας και η αντίστοιχη μείωση της βροχόπτωσης, καθώς και η συχνότητα εμφάνισης έντονων καταστρεπτικών φαινομένων είναι οι συνέπειες των πράξεών μας τα προηγούμενα 30-40 χρόνια. Μιλώντας για τέτοιου είδους πράγματα, το διάστημα αυτό είναι εξαιρετικά μικρό. Συνήθως τις συνέπεις των λαθών μιας γενιάς τις υφίστανται οι επόμενες. Αν τα τέρατα που δημιουργούμε μεγαλώνουν αρκετά γρήγορα ώστε να κατασπαράξουν εμάς τους ίδιους, σημαίνει ότι τα χρονικά περιθώρια έχουν στενέψει. Και τι κάνουμε εμείς για αυτό;
Όχι και πάρα πολλά. Στην πολύ μεγάλη εικόνα, ΗΠΑ, Καναδάς, Κίνα και Ρωσία ακόμη δεν έχουν καταλήξει με τη συμφωνία του Kyoto. Και για να έρθουμε στα δικά μας, στην πολύ μικρότερη εικόνα της αγοράς του αυτοκινήτου, οι τεχνολογίες και οι υπηρεσίες «καθαρών», βιώσιμων μεταφορών, αντιμετωπίζονται ως πολυτέλεια και όχι ως ανάγκη. Το παράδοξο μάλιστα είναι ότι οι χώρες που είναι πιο μπροστά, σε αυτόν αλλά και σε άλλους τομείς προστασίας του περιβάλλοντος, ο πιο ευκατάστατος ευρωπαϊκός βορράς δηλαδή, είναι αυτές που ίσως πλήττονται λιγότερο από τις συνέπειες.
Στην Ελλάδα έχουμε μαζί με την Λιθουανία και τη Ρουμανία τον παλαιότερο στόλο επιβατικών αυτοκινήτων, και με διαφορά, τον παλαιότερο στόλο φορτηγών μεταξύ των 27 μελών της ΕΕ. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι στους δρόμους μας κυκλοφορούν περισσότερα αυτοκίνητα από αυτά που ρυπαίνουν περισσότερο. Και που είναι πιθανό να πάθουν κάποια βλάβη. Όπως αυτές που καθημερινά παθαίνουν στον Κηφισό και στην Αττική Οδό, επιβαρύνοντας αφόρητα την κυκλοφορία. Συνεπώς και τις εκπομπές καυσαερίων από το σύνολο των οχημάτων που κινούνται (για την ακρίβεια δεν κινούνται, προσπαθούν) στο διάστημα αυτό, στη μισή σχεδόν πρωτεύουσα.
Θα μου πείτε, αυτό θα σώσει τον πλανήτη; Προφανώς όχι, αυτό είναι μόνο το δικό μας λιθαράκι. Όμως το ζήτημα της αύξησης της τιμής των αυτοκινήτων είναι παγκόσμιο. Για να μειωθεί ουσιαστικά το περιβαλλοντικό αποτύπωμα των μεταφορών χρειάζονται νέας τεχνολογίας οχήματα στην κυκλοφορία, και ταυτόχρονα εφαρμόσιμες λύσεις.
Όταν η μέση τιμή για την αγορά ενός νέου αυτοκινήτου έχει ακριβύνει κατά 25-30% σχεδόν, όταν τα ηλεκτρικά είναι ακόμη ακριβότερα από τα αντίστοιχα βενζίνης και ντίζελ παρά τις κρατικές επιδοτήσεις και ταυτόχρονα δεν έχουν προχωρήσει ικανοποιητικά οι υποδομές για τη χρήση τους, και όταν ακόμη οι εναλλακτικές μορφές χρήσης οχήματος είναι σε πολύ πρώιμο στάδιο αλλά και ακριβές ως υπηρεσίες, το αποτέλεσμα είναι ένα: Παραμένουν στους δρόμους περισσότερα και παλαιότερα αυτοκίνητα. Με τις γνωστές συνέπειες για τη μόλυνση και τις κυκλοφοριακές συνθήκες.
Η πολιτική των τσουχτερών προστίμων της ΕΕ και των κυβερνήσεων στις αυτοκινητοβιομηχανίες που είχαν στόχο να πιέσουν τα εργοστάσια να στραφούν πιο γρήγορα σε οχήματα χαμηλών ή μηδενικών εκπομπών ρύπων, δεν αποδίδει το ζητούμενο όταν αυτό που σταδιακά κάνουν οι εταιρείες αυτοκινήτων είναι να μεταφέρουν την επιβάρυνση σε μεγάλο βαθμό στην τιμή του προϊόντος. Εν μέρει με πρόσχημα την πανδημία και τον πόλεμο της Ουκρανίας, εν μέρει γιατί όντως η διαθεσιμότητα και το κόστος πρώτων υλών το επιβάλλουν. Και δεν είναι ένα δίμηνο που συμβαίνει αυτό, πάνε ήδη 3 γεμάτα χρόνια και δεν φαίνεται να αλλάζει σύντομα.
Τα ξαναλέμε το 2050, ίσως.