Ξεκινήστε κι ο θεός βοηθός!
- -
- -
Η απόκτηση διπλώματος στα 18, αποκτά συμβολικό χαρακτήρα ειδικά
όταν οι πιθανότητες να βρεθείς πίσω από τιμόνι αυτοκινήτου είναι
κάποιες παρακαλετές ώρες ή αφορούν ημίωρη γύρα σε σημασμένη
διαδρομή με συνεπιβάτη το κασετόφωνο που ανά δίλεπτο φωνάζει
«κόψε».
Έτσι λοιπόν το δίπλωμα πάνω από όλα είναι αυτή καθ’ αυτή η
επιβεβαίωση της ικανότητας, ανεξάρτητα αν θα βρεθεί ντουλαπάκι να
φυλάξει το αποδεικτικό ή αν ο τυχερός γόνος θα συνδυάσει την
ενηλικίωση με την απόκτηση ρόδας.
Έχοντας δίπλωμα για πενηντάρι μηχανάκι, αυτό που παίρνεις από
την αστυνομία αφού περάσεις τα σήματα και κάνεις μια τυπική βόλτα
με δανεικό παπί κάτω από το Τμήμα, είχε έλθει η στιγμή της αλήθειας
για το ροζ τρίπτυχο.
Ήταν η περίοδος που μετακομίσαμε στην Αθήνα έπειτα από οκτώ συναπτά
έτη μόνιμων διακοπών σε νησί. Συνηθισμένος στις διαδρομές με
πλεούμενο, αισθανόμουν μεγαλύτερη άνεση μέσα στο "Μυκήναι" με οκτώ
μποφόρ, παρά στο Πράσινο στη διαδρομή Αθήνα - Πειραιάς.
Η πρώτη επαφή με το αυτοκίνητο ήταν στο χωριό της μητέρας, με το
Opel Caravan του Βενιαμίν θείου μου. Όντας ο πρώτος τη τάξη
ανιψιός, είχα το προβάδισμα να βάλω χέρι σε αυτοκινούμενο όχημα,
πέρα από τρακτέρ σε χωράφι.
Η απλή παρατήρηση των πεντάλ και των χεριων αντί του χαζέματος από
το παράθυρο, είναι το πρώτο μάθημα που κάνεις ο ίδιος στον εαυτό
σου αν σε ενδιαφέρει το αντικείμενο. Δύο ερωτήσεις για ξεκάρφωμα,
και μετά η στιγμή της μεγάλης αλήθειας: «Θείε, έλα να πάμε παρέα
στον Αι’ Απόστολο να φέρουμε νερό από την πηγή. Θες να οδηγήσω εγώ
να με δεις;»
Η τρίτη φορά που ως ανήλικος θα πάρεις μόνος σου το αυτοκίνητο
για μια κοντινή διαδρομή, είναι ίσως και η πιο κρίσιμη. Ή
επιβεβαιώνεται ο Νόμος του Μέρφυ, ή τη βγάζεις καθαρή και μαθαίνεις
πώς δεν αργεί να συμβεί η στραβή, ακόμη και χωρίς να φταις. Το
ζητούμενο είναι να μην υπάρχουν δυσάρεστα αποτελέσματα...
Στο ισιάδι, εκεί που πιστεύεις ότι τα πάντα είναι ελεγχόμενα,
πετάχτηκε ο σκύλος κάθετα στο δρόμο και το πρώτο μου μάθημα
ασφαλούς οδήγησης έγινε στον επαρχιακό δρόμο Δουμπιών- Ζαγκλιβερίου
Χαλκιδικής. Η μεταφορά μάζας και το φαινόμενο του εκκρεμούς
μελετήθηκαν ενδελεχώς, ευτυχώς χωρίς να ανέβω στο πρανές ή να
κατέβω στο λάκκο καταστρέφοντας το απόκτημα αιματηρών κόπων του
μπάρμπα μου. Βέβαια κανείς δεν αναρωτήθηκε γιατί δεν
προθυμοποιήθηκα να ξανατρέξω για οποιοδήποτε χαμαλίκι με το
αυτοκίνητο το επόμενο διάστημα, όμως η σκηνή με τα οκτάρια στο
δρόμο έπαιζε για καιρό στο μυαλό μου.
Το φθινόπωρο της επόμενης χρονιάς, με τη συμπλήρωση των
δεκαοκτώ, είχα πλέον τη δυνατότητα να μπω στο κλαμπ των
διπλωματούχων. Μέχρι στιγμής δεν ήξερα στην κυριολεξία τι
είναι η σχολή οδήγησης.
Η πρώτη επαφή με σχολή έγινε ημέρα Τετάρτη στο Μπραχάμι
ανηφορίζοντας έναν κάθετο δρόμο για το παλιό παράρτημα του
Υπουργείου Μεταφορών. Ρώτησα έναν τύπο που κοντοστέκονταν στην
κεντρική είσοδο πού βγάζουνε διπλώματα. Ο «ψαράς» τσίμπησε τον
επαρχιώτη και του πούλησε κατευθείαν την πραμάτεια του: «Ξέρεις να
οδηγάς;» με ρώτησε. «Ασφαλώς», είπα θεωρώντας πως αυτή είναι η
σωστή απάντηση. «Όμορφα. Έλα να πάμε στη σχολή που έχω στο Παλαιό
Φάληρο να σε δω πώς οδηγείς στη διαδρομή και αν είσαι εντάξει θα
δώσεις την Παρασκευή για δίπλωμα».
Μπήκαμε σε μια καφετιά Cortina με ψωροφαγωμένο χρώμα, όπου το πίσω
κάθισμα δεν ξεχώριζε από τα τσαλακωμένα χαρτιά, τις σακούλες, τις
εφημερίδες κι ότι άλλο είχε πεταχτεί τους τελευταίους μήνες ή
μπορεί και χρόνους. «Μην ψάχνεις για κλειδί, πάτα εδώ στο μπουτόν»
και μου έδειξε ένα άσπρο κουμπί από κάποια ηλεκτρική συσκευή που
ήταν βιδωμένο στην κονσόλα. Το μοτέρ πήρε με την πρώτη και ο τύπος
μου έγνεψε με το κεφάλι προς τα πού θα στρίβαμε.
Συνηθισμένος από βαρύ συμπλέκτη δεν δυσκολεύτηκα να κάνω μια ομαλή
εκκίνηση χωρίς πατινάρισμα ή σκορτσάρισμα. «Έχε λίγο το νου σου
γιατί το τιμόνι έχει λίγο μπόσικο στην ευθεία» μου είπε. Κι όντως,
μισή στροφή αριστερά κι άλλη μισή δεξιά δεν είχαν απολύτως κανένα
αποτέλεσμα στην κατευθυντικότητα. Έτσι οδηγώντας στο «περίπου»
κατηφόρισα προς τα φανάρι για να βγούμε στην Αγίου Δημητρίου.
Ξεκίνησα να πατάω το φρένο μαλακά, όμως η Cortina ρολάριζε αγέρωχη,
οπότε άρχισα να βάζω περισσότερη δύναμη και μετά κοντράροντας το
σώμα στο κάθισμα, έσπρωχνα για να δω αν τελικά θα προλάβω να
σταματήσω πριν τον προφυλακτήρα του μπροστινού. Σταμάτησα έγκαιρα,
αλλά με γουρλωμένα τα μάτια. «Είναι λίγο σκληρό το φρένο και
περιμένω ανταλλακτικό για να φτιαχτεί, αλλά μην ανησυχείς καθόλου.
Φρενάρει».
Φτάσαμε στο Παλαιό Φάληρο χωρίς περιττές μανούβρες, αποφεύγοντας το
φρενάρισμα και με λίγες κουβέντες, αυστηρά επαγγελματικές. «Πρέπει
να μου πληρώσεις πέντε υποχρεωτικά μαθήματα, συν τα παράβολα και
την αμοιβή, σύνολο τόσο. Φέρε και δύο φωτογραφίες έγχρωμες». «Α!
Και να μην ξεχάσω. Την Παρασκευή έλα μία ώρα νωρίτερα να κάνεις μια
βόλτα με το αυτοκίνητο που θα δώσεις, γιατί είναι ένα Starlet κι
έχει μαλακό συμπλέκτη».
Έφτασα σπίτι χαλαρός κι άνετος και μάλιστα απορούσα γιατί
θεωρούνταν τόση μεγάλη μανούρα το δίπλωμα και πώς κατάφερε ο
πατέρας μου να κοπεί πέντε φορές. Αλλά αυτό είναι μια άλλη
ιστορία.
Την Παρασκευή το απόγευμα μπήκαν στο πίσω κάθισμα δύο κυρίες πατημένα πεντήντα, οι οποίες θα με εξέταζαν. «Πάτε ευθεία και στο πρώτο στενό που θα συναντήσετε στρίψτε αριστερά» είπε η μια και την είδα από τον καθρέπτη να βγάζει από την τσάντα της ένα μικρό βελονάκι με κλωστή και ένα μικρό κομμάτι πλεκτό. Στην κυριολεξία δεν ξαναμίλησε μέχρι που κατέβηκα από το τιμόνι, ενώ η άλλη ζητούσε να δείξω την οδηγική μου ικανότητα, μέσα σε πεντακόσια μέτρα διαδρομή. «Σταματήστε εδώ και κάντε πίσω δεξιά γωνία», ήταν το τελευταίο παράγγελμα. Το βασικό πρόβλημα στη οπισθογωνία ήταν ότι δεν είχα καταλάβει αν ήθελε να παρκάρω ή να αλλάξω απλά την κατεύθυνση. Έτσι έκανα τη μανούβρα κι αυτή στο «περίπου». Ήταν η στιγμή που η κυρία με το πλεκτό, διέκοψε, σήκωσε τα μάτια της, άνοιξε την πόρτα της και κοίταξε να δει πόσο κοντά βρισκόμουν στο πεζοδρόμιο. «Εντάξει. Ο επόμενος».
Κατέβηκα περιχαρής και συνεννοήθηκα με τον δάσκαλο στα πεταχτά για τα περαιτέρω. «Έλα τη Δευτέρα να πάρεις ένα χαρτί ότι πέρασες και το δίπλωμα θα είναι έτοιμο σε ένα μήνα». Χαιρετηθήκαμε κι αυτό ήταν: Είχα πάρει δίπλωμα! Τη Δευτέρα με τη βεβαίωση διπλωμένη μέσα στη θήκη, ξεπάρκαρα το Mitsubishi του πατέρα μου για την παρθενική μου έξοδο στην Αθήνα. «Που πας, ντάλα μεσημέρι» με ρώτησε η μάνα μου. «Θα κατέβω μέχρι την Ομόνοια να δω αν πετάγεται ψηλά το νερό στο σιντριβάνι».