Αποτάσσω τον φαναρτζή
Το τιμόνι θέλει προσοχή, στης πούδρας την εποχή
- -
- -
Δεν έχω τίποτα με την συμπαθέστατη συνομοταξία των φαναρτζήδων –
ίσα ίσα, τα μαστόρια δείχνουν μπέσα στη δικιά μας τη φάρα και
πλακώνουν πάνω στα αμάξια μας για να μη χάνουμε μεροκάματα, κάθε
φορά που μας τα στραπατσάρουν – συνήθως από πίσω! Παρά ταύτα,
προσπαθώ να κρατώ αλάργα από φαναρτζήδες – τη Μαρμάρω, όχι την
αφεντιά μου. Τούτη την εποχή όμως, που ξυπνάνε οι πεταλούδες και
έχομε και φουσκοδεντριές, δεν είναι εύκολο πράμα. ΟΚ, δεν είμαι
ειδικός για να σπικάρω περί οδικής ασφάλειας και τα ρέστα. Είμαι
όμως ολημερίς στο σεργιάνι και παλεύω με τα θηρία.
Ένα εξ αυτών, κάθε άνοιξη, η γύρη. Αυτή η κίτρινη πούδρα που πέφτει
στους αστραφτερούς ελληνικούς δρόμους και τους μεταμορφώνει σε
καναδέζικα παγοδρόμια. Κάνω να στρίψω με λίγη φόρα στη Χαμοστέρνας
και η Μαρμάρω τραβάει ‘σα πέρα, σαν να την έλκει ένα τεράστιος
μαγνήτης στην απέναντι μάντρα. Τσιμπάω φρένο να μαζέψω τη μούρη και
αρχίζει η ουρά να χορεύει σα σαραντάρα σουρλουλού σε ξεπεσμένο
στριπτιτζάδικο της επαρχίας. Αλλού το τιμόνι κι αλλού η ρότα. Και
καλά να τιμονιάρεις κάνα EVO, που όπως λεν οι γνώστες στρίβει με τη
σκέψη. Η Μαρμάρω όμως, που αλλάζει αμορτισέρ κάθε 200.000
χιλιόμετρα και λάστιχα κάθε όποτε τα λινά δουν το φως του ήλιου,
ακούει στις τιμονιές όπως ο κουφός συνταξιούχος την πρωινή γκρίνια
της κυράς του. Και μη μου πεις ότι μόνο τα ταξί είναι έτσι, γιατί
θα μεγαλώσει η μύτη σου μεγάλε.
Τα γέλια, σε βαθμό κλάματος και χοντρού τσεπο-ξηλώματος, είναι σαν
πέσουν της ανοιξιάτικης βροχής οι στάλες… Ε ρε μάνα μου πατινάδα!
Είναι βλέπεις και αυτά τα φτηνιάρικα λάστιχα που έχουν αλλεργία στη
μπόρα – μόνο φουστάνια δε σηκώνουν για να περάσουν στα δίστρατα.
Αλλά τι να του πεις του αφεντικού; Αυτός πλερώνει, αυτός διαλέγει.
Γι΄ αυτό σου λέω, δώσε βάση στο τιμόνι για να μην κλαις στον ώμο
του μαστρο-Φώτη. Γιατί, δεν ξέρω αν στο ΄πα, αλλά στης κρίσης τον
καιρό, ο βερεσές απέθανε.