Ρε τι γίνεται!
Μην ψάχνεις άδικα. Ο βλάξ είναι κοντά, δίπλα σου, απέναντί σου- ίσως και στον καθρέπτη και δεν πάει το μυαλό σου.
- -
- -
Όπως για τους περισσότερους του σιναφιού μας, έτσι και για μένα,
το αυτοκίνητο ήταν ανέκαθεν τοτέμ. Ήταν το βιομηχανικό προϊόν που
με συγκινούσε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, από πολύ μικρή
ηλικία. Πολλά χρόνια πριν καταλάβω καν τι σημαίνει ο όρος
«βιομηχανικό προϊόν». Επίσης όπως οι περισσότεροι από εμάς, το
δίπλωμα οδήγησης το πήρα την επομένη των 18ων γενεθλίων μου και η λαχτάρα μου
να είμαι πίσω από το τιμόνι, ήταν εμφανής σε γνωστούς και
αγνώστους. Έχω περάσει από όλα τα στάδια του αυτοκινητισμού και
αυτή η τελευταία παραδοχή, θα σας βοηθήσει να καταλάβετε το πώς
αισθάνθηκα την πρώτη φορά που βρήκα το αυτοκίνητό μου,
γρατσουνισμένο. Ένα σύννεφο κατέβηκε και στάθηκε στο μυαλό μου
μέσα, με ένα μεγάλο «γιατί;» να αναβοσβήνει ρυθμικά. Την κατάσταση
αυτή τη διαδέχτηκε ο θυμός και στη συνέχεια η οργή. Θεωρώντας πως
αυτός που προβαίνει σε μια τέτοια κίνηση, δε μπορεί παρά να είναι
κάποιο σκοτεινό χαμίνι, με καμπούρα και χαιρέκακο, υποχθόνιο
χαμόγελο στο παραμορφωμένο από την κακία στόμα του, η δήλωση «δε θα
μου δοθεί κάποια στιγμή στη ζωή μου η ευκαιρία να πιάσω έναν τέτοιο
στα χέρια μου;» ήταν το λογικό επακόλουθο. Να λοιπόν αγαπητοί που
μετά από αρκετά ομολογουμένως χρόνια, βρέθηκα «τετ α τετ» με την
περίπτωση. Και έμεινα ενεός. Ή αλλιώς, μαλάκας.
Μαρούσι, Παρασκευή μεσημέρι, δίπλα από το εμπορικό κέντρο Αίθριο
–το πάλαι ποτέ σημείο αναφοράς των νέων της περιοχής- έχουμε μόλις
τελειώσει ένα meating στο παρακείμενο σουβλατζίδικο με το Λημναίο
και περπατάμε προς το γραφείο. Τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα σε ένα
στενό και με ρημαγμένες (πιθανότατα από τα παρκαρισμένα) πλάκες
πεζοδρόμιο, που δεν προκαλούν εντύπωση πια –ούτε και σε
υποχόνδριους επί των θεμάτων του αντικειμένου μας, όπως και του
λόγου μου- είναι και πάλι στοιβαγμένα όπως κάθε μέρα. Πλησιάζοντας
στο φανάρι, παρακολουθούμε το αδιανόητο: 25άρης καλοβαλμένος,
ορμάει κυριολεκτικά σε συνομήλικο του που στέκεται μπροστά μας στο
φανάρι και αφού του καταφέρνει μερικές ψιλές, του φωνάζει «γιατί
μου γρατζούνισες το αυτοκίνητο ρε» (όχι μόνο αλλά τα υπόλοιπα τα
φαντάζεστε). Ο ύποπτος; Είπαμε συνομήλικος, τουτέστιν 25 με 28,
ξανθός, γαλανομάτης, δυο μέτρα παλικάρι, με τα μοδάτα του γυαλιά
ηλίου, τα περιποιημένα του σνικερς και την καθαρή του φόρμα, με
τσάντα- φάκελο πολύ ιν. Κοντολογίς, ένα τυπάκι που το βλέπεις δίπλα
σου στο γυμναστήριο. Τρέχετε μαζί στο ΟΑΚΑ και πίνετε καφεδάκι στην
Αρεοπαγίτου. Ένας καθόλα ωραίος τύπος. Με καθαρή άρθρωση
προσπαθούσε να αμυνθεί λεκτικά, αποδεχόμενος όλα
όσα του καταλόγιζε ο σε έξαλλη κατάσταση ιδιοκτήτης του
αυτοκινήτου. Εμείς, αγάλματα. Ακόμα και όταν έπεφταν οι πρώτες
αναγνωριστικές ψιλές, εμείς νομίζαμε πως είναι φιλαράκια που κάνουν
αστεία ο ένας στον άλλο. Όταν ο εξοργισμένος ιδιοκτήτης πέρασε τον
ένοχο μπρούμυτα μέσα από ένα θάμνο και τον έσυρε ξάπλα στο γκαζόν
του παρτεριού, τότε καταφέραμε να κινηθούμε προς τα εκεί. Για να
ακούσουμε καλύτερα, καθώς δεν πιστεύαμε αυτό που μόλις είχε γίνει.
Σε αυτά τα δραματικά –για τον ξαπλωμένο ξανθούλη- δευτερόλεπτα,
έχουν σηκωθεί κι άλλοι από τα τραπέζια του σουβλατζίδικου που είχαν
παρκάρει εκεί, πάνω στο πεζοδρόμιο, για να διαπιστώσουν πρώτα ότι
το κλειδί από το χέρι του γαλανομάτη, είχε κάνει τη βόλτα του πάνω
στις πλευρικές επιφάνειες και των δικών τους αυτοκινήτων και στη
συνέχεια να του ξηγηθούν ορισμένα «γαλλικά» μετά χειροδικίας.
Χειροδικία είπα. Φάπες και μπουνιές. Στον ωραίο τύπο. Τον ξανθούλη,
το γαλανομάτη. Τον τσιριμπίμ τσιριμπόμ που έλεγε και ο Αθηνόδωρος
Προύσαλης στην Ιταλίδα από την Κυψέλη. Και εγώ; Εγώ που την
περίμενα αυτή τη στιγμή χρόοοονια και ζαμάνια; Τι έκανα;
Αποσβολωμένος. Μαλάκας. Έμεινα. Εγώ. Ο προ ετών εθελοντής τιμωρός.
Προσπαθούσα να γλιτώσω τον απαυτούλη, από τις άγριες διαθέσεις του
«κοινού» που δεν εκτίμησε την αισθητική επέμβαση στα αμαξώματα.
Εγώ. Που σκεφτόμουν παλιότερα πως αν ποτέ βρισκόμουν στη θέση τους,
«δε θα έβρισκε ο παπάς να θάψει» (παλιό δημώδες από την Αντίκυρα).
Προσπάθησα να κατευνάσω τους τρεις από τους πέντε, που είχαν έρθει
να αποδώσουν δικαιοσύνη, πριν έρθουν οι αρχές στο σημείο. Και όλο
αυτό, γιατί; Για να βρεθώ μπροστά του, χωρίς να έχουμε τους άλλους
με τις απειλητικές τους διαθέσεις να «μας ενοχλούν» και να ρωτήσω
το νεαρούλη «γιατί το έκανες ρε φίλε; Εξήγησέ μου, γιατί το
έκανες;» και να μην πάρω καμία απολύτως απάντηση. Βλέπετε, δεν
υπήρχε απάντηση. Πάνω στον πανικό του, όταν έτρωγε τις πρώτες,
παραδέχτηκε τα πάντα: «Έκανα μαλακία παιδιά, μη βαράτε», «θα
πληρώσω τις ζημιές, παιδιά, αρκεί να μη βαράτε» και «όχι στο κεφάλι
παιδιά, ότι άλλο θέλετε αλλά όχι στο κεφάλι». Εκείνη τη στιγμή που
ήμασταν οι δυο μας και τον ρώτησα αυτό που με έκαιγε τόσα χρόνια,
αυτό που έψαχνε απάντηση για να μπορέσω και εγώ να δικαιολογηθώ
–για την τότε ζημιά, έστω και νοητά- στον πατέρα μου που είχε
αγριέψει και δεν πίστευε πως δεν την είχα κάνει εγώ τότε τη
μαλακία. Εκείνη λοιπόν, την κρίσιμη στιγμή, ο τσόγλανος έμεινε
αμίλητος. Με κοίταζε μόνο και δεν έσπασε ούτε μια γκριμάτσα. Εγώ ο
μαλάκας τον έχω σώσει από βέβαια κατάγματα και μαυρισμένα μάτια,
για να εισπράξω αυτή τη μαλακισμένη ματιά αντί απάντησης. Εκεί ήταν
που έμεινα ενεός. Δηλαδή τι ενεός; Είπαμε: Μαλάκας, τελείως.
Στο μεταξύ, έχει έρθει η αστυνομία για τα περαιτέρω, κουβέντες,
εξηγήσεις, διαβουλεύσεις, χειροπέδες και όλα εξελίσσονται
φυσιολογικά. Τότε ήταν που μου ήρθε να πάω να δω τις ζημιές στα
αυτοκίνητα. Τι το ήθελα; Εκείνη τη στιγμή, να μα την Παναγία,
ζήτησα συγνώμη από τους ιδιοκτήτες που τους συγκράτησα και γύρισα
ξανά στην εκκίνηση.
Υ.Γ.: Η διάθεση όλων των παραβρισκόμενων πραγματικά ελάφρυνε από την «επέμβαση» της κομ ιλ φο κυρίας που συνόδευε ένας από τους εξαγριωμένους νεαρούς. Φανταστείτε, πάνω στην ώρα που η τεστοστερόνη έχει φτάσει να γίνεται ορατή και τρεις αναψοκοκκινισμένοι τύποι ορμάνε να κατασπαράξουν τον μπάσταρδο που έκανε τη ζημιά, σκάει το κορίτσι με τα γυαλιά ηλίου της και τη λουή βιτόν στο χέρι για να του πει σε έξαλλη κατάσταση: «ήρθαμε να φάμε για λίγο και μας το γ@μhσeς». Το σκέφτομαι ακόμα και σήμερα και κλαίω.