Corvette C1: Rock ‘n’ Roll will never die!
Μυρίζει μπριγιαντίνη και Hollywood, άλλωστε ο Elvis ζει! Κάποια πράγματα αρνούνται να περάσουν στην ιστορία. Γιατί στην πραγματικότητα αρνηθήκαμε ότι ποτέ υπήρξαν, άρα δεν μπορούν να πεθάνουν!
- -
- -
Η Ευρώπη μόλις έχει βγει από τον πόλεμο. Είναι οικονομικά γονατισμένη και προσπαθεί να πάρει και πάλι μια ανάσα. Η βιομηχανία της είναι κατεστραμμένη, το αρσενικό εργατικό δυναμικό έχει αποδεκατιστεί από τα πολυβόλα για δεύτερη φορά, μέσα στον ίδιο αιώνα και οι πρώτες ύλες είναι όχι μόνο σπάνιες, αλλά και ακριβές.
Αντίθετα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Η τεράστια πολεμική προσπάθεια, όχι μόνο «έχτισε» εργοστάσια με τεράστιες δυνατότητες παραγωγής, αλλά παράλληλα δημιούργησε know-how και εργατικό δυναμικό με γνώσεις και εκπαιδευμένο πάνω στη μαζική παραγωγή. Οι νέες κτίσεις έφεραν νέες αγορές και το πετρέλαιο έρρεε άφθονο. Μαζί με αυτά όμως παράλληλα συνέβαιναν και άλλα σε κοινωνικό και αναπαραγωγικό επίπεδο. Όσοι επέστρεψαν από τον πόλεμο ήταν ξαναμμένοι και όρμησαν με τα μούτρα στο να κάνουν παιδιά! Το αποτέλεσμα ήταν μια νέα γενιά, αποκαλούμενη κάτω από τον γενικό όρο «baby-boom», να κάνει σύντομα αισθητή την παρουσία της είκοσι χρόνια μετά! Αλλά όχι μόνο αυτό, η μέχρι τότε στατική αμερικάνικη κοινωνία «ανακατεύτηκε» από την κουτάλα του πολέμου. Οι γυναίκες άρχισαν να αναρωτιούνται γιατί κα αυτές δεν θα έπρεπε να έχουν τα ίδια δικαιώματα και οι αφροαμερικάνοι που είχαν φτάσει με τα δουλεμπορικά ήθελαν και αυτή να πάρουν πίσω το αίμα που πρόσφεραν στα ακτές της Νορμανδίας. Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής φυσούσε ένας νέο ανανεωτικός άνεμος που σύντομα θα τα παρέσερνε όλα.
Στο θέμα μας όμως και αυτό δεν ήταν άλλο από τα σπορ αυτοκίνητα, τα οποία μέχρι τότε ήταν μια άγνωστη οντότητα στην αγορά, αντιπροσωπεύοντας μόλις το 0,27% των συνολικών πωλήσεων το 1952! Όμως κάποιοι διορατικοί στην GM έβλεπαν ότι η αγορά αυτή θα ήταν το νέο χρυσορυχείο, αφού τα παιδιά του baby-boom και όχι μόνο ζητούσαν μια άλλη πραγματικότητα που δεν θα ήταν απόλυτα φορμαρισμένη και συντηρητική. Και όπως όλοι ξέρουμε η αγορά και οι ανάγκες της δεν γνωρίζουν ούτε κανόνες, αλλά ούτε και ηθική.
Νέο χρώμα
Ο Harvey Earl με την υποστήριξη του Edward N Cole αποφάσισε ότι η «γκρι μπογιά» με την οποία μέχρι τότε ήταν βαμμένη η Chevrolet θα έπρεπε να αναβαθμιστεί και μάλιστα δραματικά, το «project EX-112» για τη σχεδίαση και παραγωγή ενός διθέσιου σπορ αυτοκινήτου πείρε το πράσινο φως. Ο Earl ανέλαβε τη σχεδίαση και τα μηχανικά μέρη ο Robert F. McLean. Όμως και πάλι υπήρχαν περιορισμοί και θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν όσο γινόταν περισσότερα μηχανικά μέρη από τις αποθήκες της GM.
Έτσι αναγκαστικά χρησιμοποιήθηκε ο εξακύλινδρος εν σειρά κινητήρας των 105 ίππων, αλλά ήταν φανερό από τη πρώτη στιγμή ότι δεν θα ήταν αρκετός. Οι τεχνικοί πάντως κατάφεραν να ανεβάσουν τους ίππους στους 130 με πιο γρήγορο εκκεντροφόρο, και «τριπλέτες» καρμπυρατέρ με αποτέλεσμα ο αναβαθμισμένος αυτός κινητήρας να πάρει το όνομα Blue Flame.
Αντίθετα το πλαίσιο σχεδιάστηκε ειδικά για το σπορ αυτό αυτοκίνητο και μπορεί να ήταν κλασικό δύο δοκών, αλλά τώρα είχε ενίσχυση σε σχήμα «Χ» στο κέντρο και ο κινητήρας είχε τοποθετηθεί όσο πιο πίσω γινόταν, για καλύτερη κατανομή βάρους. Το όλο project μάλιστα ήταν σχεδιασμένο ώστε η υπερκατασκευή να ήταν από το διαστημικό και πολλά υποσχόμενο (τότε) glassfibre. Αλλά επειδή το κοινό δεν ήταν μαθημένο στα «ψευτοπλαστικά», από τη πρώτη στιγμή της παρουσίας του υπήρχαν σχέδια για την μετατροπή της κατασκευής εξολοκλήρου σε μεταλλική, εάν οι πωλήσεις πήγαιναν κατά διαόλου.
Τελικά το αυτοκίνητο παρουσιάστηκε στο Motorama της GM το 1953, το οποίο για πρώτη χρονιά (από το 1949) περιπλανήθηκε σε όλη σχεδόν τη Βόρεια Ήπειρο και εκατομμύρια είχαν πρακτικά την ευκαιρία να πάρουν μια γεύση από τη νέα εικόνα της Chevrolet.
Νέα εικόνα
Και η νέα εικόνα της Chevrolet ήταν σίγουρα η σχεδίαση, γιατί τεχνολογικά το αυτοκίνητο ήταν ουσιαστικά προπολεμικό! Σχεδιαστικά η πρώτη αυτή Corvette ήταν αιώνες εμπρός και ήταν η πρώτη εμφάνιση αυτοκινήτου που ενσωμάτωνε τα φτερά με τη μάσκα και τον κινητήρα σε ένα σύνολο ενώνοντάς τα σε μία επιφάνεια. Αυτή η αντίληψη σήμερα μπορεί να μας φαίνεται δεδομένη, γιατί έτσι είναι όλα τα αυτοκίνητα, αλλά εκείνες τις ημέρες ήταν σαν να πήγαινες στο Φεγγάρι!
Πάντως κατά την παραγωγή τα εξωτερικά χερούλια από τις πόρτες εξαφανίστηκαν και έτσι η πόρτες ανοίγουν… από μέσα. Το σαλόνι συνήθως στο κόκκινο, αφού το 80% των αυτοκινήτων που κατασκευάστηκαν ήταν Polo White, είναι πλούσιο σε χώρους με άνετες διαστάσεις για τα πόδια, αν και το τούνελ του κιβωτίου ταχυτήτων (ο μοχλός αλλαγής δεν είναι στη κολώνα του τιμονιού, αλλά στο κέντρο) όπως θα περίμενε κανείς είναι υψηλό.
Ας μην ξεχνάμε ότι η διάταξη των μηχανικών μερών είναι απόλυτα συμβατική με τον κινητήρα τοποθετημένο εμπρός, κατά τον διαμήκη άξονα και το κιβώτιο ταχυτήτων ουσιαστικά στο κέντρο του αυτοκινήτου με τη κίνηση να μεταφέρεται πίσω.
Το εμπρός τζάμι είναι μονοκόμματο και εξαιρετικά καμπυλωτό, ενώ η αναδιπλούμενη οροφή «χάνεται» κάτω από καπάκι και όταν το αυτοκίνητο είναι ανοιχτό, δεν φαίνεται. Οι γραμμές του είναι απλές, σχεδόν απλοϊκές θα υποστήριζε κανείς, αλλά αυτό είναι και το δυνατό σημείο της όλη σχεδίασης που καταφέρνει να παραμένει διαχρονική ακόμα και σήμερα, με μόνη εξαίρεση τα πίσω μικρά στρογγυλά φωτάκια, που μας αποκαλύπτουν την ηλικία του.
Αντίθετα όμως με την ακόμα φρέσκια αισθητική του η πρώτη εκείνη Corvette ήταν τεχνολογικά παλιά από τη πρώτη μέρα της παρουσίας της. Και το πιο λυπηρό από όλα ήταν το γεγονός ότι ήταν τόσο ξεπερασμένο που δύσκολα θα το χαρακτήριζε κανείς σαν ένα σπορ αυτοκίνητο. Το τιμόνι είναι ελαφρύ, αλλά χωρίς καμία αίσθηση και ο τζόγος του ήταν… τραγικός. Και μπορεί έτσι να ήταν τα αυτοκίνητα που προσέφεραν οι τέσσερις μεγάλοι στον μέσο αμερικάνο οδηγό, αλλά σίγουρα δεν ήξεραν τίποτα από την ουσία του «σπορ αυτοκινήτου», έτσι τουλάχιστον όπως την είχαν χτίσει οι ευρωπαίοι κατασκευαστές. Γέρνει στις στροφές και μην περιμένετε ότι θα μπορέσετε ποτέ να κινηθείτε γρήγορα γιατί το αυτοκίνητο αυτό είναι φτιαγμένο για cruising (δηλαδή για βόλτα) πάνω-κάτω στον κεντρικό δρόμο του κάθε red-neck χωριού.
Μετά λοιπόν τη πρώτη αυτή πετυχημένη παρουσίαση η παραγωγή άρχισε στις 30 Ιουνίου του 1953, αν και σε μικρούς αριθμούς στο Flint του Michigan με τη πρώτη «φουρνιά» να φτάνει τον αστείο αριθμό των έξη (!) αυτοκινήτων. Συνολικά εκείνη τη χρονιά κατασκευάστηκαν μόλις 300 αντίτυπα, γιατί η παραγωγή μεταφέρθηκε στο St Louis του Missouri.
Τελικά το 1954 κατασκευάστηκαν μόλις 3.640 αυτοκίνητα με κινητήρα έξη εν σειρά κυλίνδρων που έφταναν σε χωρητικότητα τα 3.861 κ.εκατ. και μέσα από τριπλό καρμπυρατέρ της Carter τελικά κατάφερε να αποδίδει 150 ίππους στις 4.200rpm, ενώ ακολουθούσε αυτόματο κιβώτιο (Powerglide) δύο σχέσεων με Low και Drive. Οι αναρτήσεις αποτελούνταν από διπλά ψαλίδια εμπρός με ελατήρια και αντιστρεπτική ενώ πίσω κλασικά (και απογοητευτικά) ζούσε άκαμπτος άξονας πάνω σε ημιελλειπτικά φύλλα σούστας. Τέλος τα φρένα ήταν ταμπούρα, το μήκος του έφτανε τα 4,242 μ. και το βάρος του τα 1.310 κιλά.
Σημασία της τύχης
Με λίγα λόγια το αυτοκίνητο ήταν μια εμπορική αποτυχία, αλλά η μοίρα το ήθελε να μην εξαφανιστεί! Αντίθετα έζησε και μάλιστα δοξασμένα, γιατί όταν η Ford (που ήταν το αντίπαλο δέος) παρουσίασε το Thunderbird, η GM δεν είχε άλλη επιλογή από το να συνεχίσει την επένδυση. Αναγκάστηκε λοιπόν να την αναβαθμίσει το 1955 με V8 κινητήρα και ξαφνικά όλα άλλαξαν!
Εκείνη η πρώτη Corvette μπορεί σαν αυτοκίνητο να μην έκανε τομή, όμως άνοιξε το δρόμο για μια σειρά από πολύ σημαντικά σπορ αυτοκίνητα από τις Η.Π.Α. Και όχι μόνο αυτό, γιατί η Corvette C1 αποτελεί ένα αναπόσπαστο μέρος του «Αμερικάνικου Ονείρου»!