Η No1 γέφυρα του κόσμου βρίσκεται στην Ελλάδα - Τι ξεχωριστό έχει;
Η συγκεκριμένη γέφυρα εκτός από την ελληνική πρώτη θέση, κατέχει και παγκόσμιο ρεκόρ.
- -
- -
Αν και σύντομα θα βρίσκεται στα σκαριά μία γέφυρα που ετοιμάζεται να κλέψει το ελληνικό ρεκόρ, μέχρι το 2029 που είναι υπολογισμένη η ολοκλήρωση των εργασιών, η γέφυρα που ενώνει το Ρίο με το Αντίρριο, δεν αποτελεί απλά την μεγαλύτερη γέφυρα στην Ελλάδα αλλά και την μεγαλύτερη καλωδιωτή στον κόσμο. Η σωστή ονομασία μάλιστα είναι καλωδιωτή γέφυρα πολλαπλών ανοιγμάτων και με μήκος που φτάνει τα 2.252 μέτρα (2.883 μέτρα μαζί με τις προσβάσεις) βρίσκεται στην κορυφή του είδους της και συνδέει την Πελοπόννησο με την Στερεά Ελλάδα.
Η κατασκευή της αποτελεί μέχρι και σήμερα μία αξιοθαύμαστη διαδικασία, ενώ το ίδιο ισχύει και για τις προδιαγραφές της. Με θεμέλια που φτάνουν τα 65 μέτρα σε βάθος, 4 πυλώνες και 468 καλώδια να την κρατούν στον αέρα, το έργο των 800 εκατομμυρίων ευρώ είναι ικανό να αντέξει σε σεισμούς έως και 7,4 ρίχτερ. Εκτός αυτού, μπορεί να αντέξει σε ενδεχόμενη σύγκρουση δεξαμενόπλοιου με εκτόπισμα 180.000 τόνων, αλλά και να σταθεί ακόμη και με ταχύτητες ανέμου 265 km/h. Ένα τέτοιο καιρικό φαινόμενο αντιστοιχεί σε τυφώνα κατηγορίας 5.
Με τα εγκαίνια να πραγματοποιούνται στις 12 Αυγούστου του 2004, η μεγαλύτερη γέφυρα στην Ελλάδα μπορεί να ετοιμάζεται του χρόνου να κλείσει τα 20 χρόνια, αλλά οι πρώτες οι συζητήσεις για την ανάγκη γεφύρωσης του σημείου είχαν ξεκινήσει πάνω από έναν αιώνα νωρίτερα. Ήταν 29 Μαρτίου του 1889 όταν ο τότε πρωθυπουργός της χώρας, Χαρίλαος Τρικούπης, μίλησε στο ελληνικό Κοινοβούλιο για το συγκεκριμένο θέμα.
Χρειάστηκαν σχεδόν 107 χρόνια για να φτάσουμε στην στιγμή που θα υπογραφόταν η σύμβαση Παραχώρησης μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της ΓΕΦΥΡΑ Α.Ε. για τη υλοποίηση του έργου της Γέφυρας Ρίου-Αντιρρίου, στις 3 Ιανουαρίου του 1996.
Δείτε ακόμη: Ο ακριβότερος δρόμος του κόσμου! Πόσο κόστισε, πού βρίσκεται; [video]
Από το 2004 όπου παραδόθηκε στην κυκλοφορία μέχρι και σήμερα, έχει κάνει ευκολότερη την ζωή σε εκατομμύρια οδηγούς, επιτρέποντας τους να περνούν από τη Στερεά Ελλάδα στην Πελοπόννησο και το αντίστροφο, μέσα σε μόλις 2,5 με 5 λεπτά, όταν η διέλευση με τα οχηματαγωγά πλοία απαιτούσε παλιά, κατά μέσο όρο, 45 λεπτά.