ROUTE 2012: Τιφλίδα
Δύο διαφορετικοί κόσμοι σε μια χώρα: η επαρχία και η πρωτεύουσα της Γεωργίας
- -
- -
σχόλιο
“Ο κατασκευαστικός οργασμός είναι και εδώ εμφανής. Σύγχρονα κτήρια, μεταλλικές υπερκατασκευές, εναέριες γέφυρες και μεγάλα πάρκα ξεφυτρώνουν παντού, σχηματίζοντας το νέο πρόσωπο της Τιφλίδας! Από τη μια οι τουρίστες, που έρχονται από παντού και την επισκέπτονται τα τελευταία χρόνια, από την άλλη οι Γεωργιανοί, ανήσυχοι και δουλευτάραδες, που χτίζουν το μέλλον τους”
Δημοσθένης Λουκίσας
Read the ENGLISH version
Έχοντας ήδη περάσει την πρώτη τους νύχτα στη Γεωργία, οι Δημοσθένης, Θωμάς και Κώστας
αναχώρησαν το πρωί της 5ης μέρας από το Μπατούμι για τον
μακρινότερο σταθμό του ταξιδιού τους, την Τιφλίδα: “Ξεκινήσαμε με βροχή και το πρώτο
συμπέρασμα είναι πως η Γεωργία είναι καταπράσινη! Η πυκνή βλάστηση
και τα ψηλά δέντρα στον ανηφορικό δρόμο προς Kobuleti, σε συνδυασμό με τη συνεχόμενη βροχή, έκανε
τη διαδρομή να θυμίζει τροπικό περιβάλλον. Μας παραξένεψαν οι
πολλές αγελάδες στην άκρη του δρόμου, πολλές φορές και στη μέση, να
τον διασχίζουν ή απλώς να κάθονται (!), αλλά αυτό το συνηθίσαμε
αργότερα καθώς είναι συχνό φαινόμενο. Φίλος Γεωργιανός μας είπε ότι
τα ζώα πηγαίνουν κοντά στην άσφαλτο επειδή είναι ζεστή και εκεί δεν
τις πλησιάζουν οι μύγες. Περάσαμε σχεδόν 7 ώρες οδηγώντας το
Ford Focus στην πιο επικίνδυνη διαδρομή μέχρι
τώρα. Αυξημένη κίνηση, με τους Γεωργιανούς οδηγούς να οδηγούν
επιθετικά σε δρόμους με μια λωρίδα ανά κατεύθυνση χωρίς
προστατευτικό στηθαίο. Οι προσπεράσεις γίνονται συστηματικά με
κατάληψη του αντιθέτου ρεύματος, ακόμα και από φορτηγά. Πραγματικά
μπορείς να βρεθείς σε δύσκολη κατάσταση από το πουθενά. Ένα
γκρέηντερ που μας προσπέρασε σε μια από τις στάσεις μας, μετά από
λίγο το είδαμε κάτω στο γκρεμό ανάποδα, ενώ λίγο αργότερα είδαμε
και ένα φορτηγό που είχε εκτραπεί από το δρόμο. Διασχίσαμε όλη τη
νότια χώρα οριζόντια μέχρι την τωρινή πρωτεύουσα και δεν είδαμε
ούτε ένα έρημο σημείο, ενώ η φύση είναι πραγματικά πανέμορφη. Η
σήμανση είναι καλή καθ’ όλη τη διαδρομή και το να χαθείς δεν είναι
εύκολο. Το μεσημέρι, αφού είχε σταματήσει η βροχή, γευματίσαμε σε
ένα πανέμορφο ταβερνάκι μέσα στο δάσος, δίπλα στο ποτάμι που
περνάει από το Zastaphoni. Το μενού περιλάμβανε μπριζόλες
χοιρινές και μοσχαρίσιες στα κάρβουνα αλά Georgia, τόσο νόστιμές
που πήραμε και δεύτερη μερίδα. Στη συνέχεια της διαδρομής το τοπίο
αλλάζει λίγο με τα σημάδια του πρόσφατου πολέμου να είναι ακόμα
αισθητά . Ερείπια ενός αλλού πολιτισμού βρίσκονται δίπλα στο δρόμο
για να θυμίζουν τις παλιές ημέρες, ενώ τα ρωσικά στοιχεία πλέον
αποτελούν σκουριασμένο ντεκόρ. “Είναι φτωχοί και έχουν μείνει
σε ένα διαφορετικό κομμάτι του χρόνου”, σκεφτόμαστε όταν
βλέπουμε μια παρέα να κολυμπάει στο ποτάμι. Δεν μιλάνε αγγλικά αλλά
είναι πρόθυμοι να καταλάβουν και να βοηθήσουν αν μπορούν. Στο δρόμο
στήνονται πρόχειρα μαγαζάκια όπου οι ντόπιοι πουλάνε ό,τι μπορούν
να φτιάξουν ή να καλλιεργήσουν, προσπαθώντας να αυξήσουν το
εισόδημα τους. 100 χιλιόμετρα πριν την Τιφλίδα ο δρόμος γίνεται
σύγχρονος αυτοκινητόδρομος και αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε την
αλλαγή. Φτάνουμε στην Τιφλίδα γύρω στις 6 το απόγευμα και
μπαίνοντας στην πόλη με τους μεγάλους κεντρικούς δρόμους,
συνειδητοποιούμε ότι οι Γεωργιανοί οδηγοί στην πόλη είναι
χειρότεροι από την επαρχία. Δεν χρησιμοποιούν τις λωρίδες,
σφηνώνονται όπου μπορούν και γενικά παρατηρείς μια αναρχία στην
πορεία τους που σε τρομάζει. Προτεραιότητα έχει όποιος προλάβει να
χωθεί πρώτος. Αργότερα, έχοντας αφήσει τα πράγματά μας στο
ξενοδοχείο, κατεβαίνουμε στο κέντρο για βόλτα και φωτογραφίες. Ο
κατασκευαστικός οργασμός είναι και εδώ εμφανής. Σύγχρονα κτήρια,
μεταλλικές υπερκατασκευές, εναέριες γέφυρες και μεγάλα πάρκα
ξεφυτρώνουν παντού, σχηματίζοντας το νέο πρόσωπο της Τιφλίδας! Από
τη μια οι τουρίστες, που έρχονται από παντού και την επισκέπτονται
τα τελευταία χρόνια, από την άλλη οι Γεωργιανοί, ανήσυχοι και
δουλευτάραδες, που χτίζουν το μέλλον τους. Περπατώντας στην πλατεία
Europa γνωρίζουμε ταξιδιώτες από την Πολωνία, την Ολλανδία και την
Αμερική και τελικά καταλήγουμε μια παρέα όλοι μαζί να τα λέμε με
τις ώρες. Κατά τις δύο το πρωί το παρεάκι σπάει και όλοι ευχόμαστε
καλή αντάμωση σε κάποιο μελλοντικό ταξίδι.”