Το ιερόσυλο Abarth! (video)
Εσείς ξέρατε ότι υπήρξε αγωνιστική πετρελαιοκίνητη εκδοχή του θρυλικού 131 Abarth;
- -
- -
Abarth και diesel. Δύο λέξεις που κανείς δεν θα περίμενε να βρει στην ίδια πρόταση, πόσο μάλλον να συνυπάρχουν στο ίδιο αυτοκίνητο. Και όμως, η Abarth τόλμησε, με το αποτέλεσμα να παραμένει πιστό στην κλασσική παράδοση της μάρκας, που δεν είναι άλλη από τη συλλογή επιτυχιών, αφήνοντας παράλληλα έκπληκτο τον ανταγωνισμό.
Διαχρονικά η Abarth είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την
απόδοση, την ταχύτητα και τους αγώνες. Έννοιες που σε επίπεδο
καυσίμου δεν μπορούν παρά να συνδυαστούν με τη βενζίνη. Και όμως,
το ατίθασο πνεύμα της Abarth δεν δίστασε να κάνει ακόμα μια φορά
την έκπληξη, εξελίσσοντας ένα αγωνιστικό αυτοκίνητο με
κινητήρα diesel. Ένας συνδυασμός αταίριαστος, που όμως
χάρη στο «τσίμπημα» του Σκορπιού εξέπληξε με την αποτελεσματικότητα
του.
Όλα ξεκίνησαν όταν στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η
Fiat, αποφάσισε να λανσάρει μια diesel έκδοση του δημοφιλούς 131
Mirafiori. Για να δοκιμάσει το νέο μοντέλο, πριν την
επίσημη παρουσίαση του, αποφασίστηκε η συμμετοχή σε έναν
απίστευτο Μαραθώνιο, με αφετηρία το Λονδίνο και τερματισμό στην
άλλη άκρη της Κοινοπολιτείας, την πόλη του Σύδνεϋ στην
Αυστραλία. Η διοργάνωση, θα αποτελούσε το μεγαλύτερο σε
απόσταση αγώνα με αυτοκίνητα της ιστορίας. Με την προγραμματισμένη
για το Απρίλιο του 1978 επίσημη παρουσίαση του 131 Diesel, η Fiat
αποφάσισε να λάβει μέρος με τρία αυτοκίνητα
προ-παραγωγής σε αυτή την διηπειρωτική περιπέτεια, στην
οποία συμμετείχαν και αρκετοί άλλοι κατασκευαστές. Βέβαια, η Fiat
σε αυτή την προσπάθεια θα είχε και έναν άσσο στο μανίκι της.
Την Abarth.
Ο κινητήρας που είχε επιλεχθεί για το 131 Mirafiori Diesel, ήταν ένας ατμοσφαιρικός τετρακύλινδρος σε σειρά, χωρητικότητας 2.500 cc με απόδοση 72 ίππους στις 4.200σ.α.λ. και 148Nm ροπής στο ίδιο επίπεδο περιστροφής. Το βάρος του συνόλου ήταν 235 κιλά και αποτελούσε σχεδόν το 1/5 του συνολικού βάρους του οχήματος. Παράλληλα, το μεγάλος μέγεθος του κινητήρα για χωροταξικούς λόγους οδήγησε στη δημιουργία ενός «φουσκώματος» στο καπό, το οποίο ήταν το χαρακτηριστικό στοιχείο των diesel 131 και το οποίο –παραδόξως- προσέδιδε και μια δυναμική αίσθηση στο μοντέλο.
Συνολικά τέσσερα αυτοκίνητα χρησιμοποιήθηκαν για τις
δοκιμές εξέλιξης, με τα τρία από αυτά στη συνέχεια να
δέχονται τις «περιποιήσεις» της Abarth για να συμμετάσχουν στον
μαραθώνιο αγώνα. Οι μηχανικοί της Abarth αρχικά εστίασαν στα σημεία
που απαιτούσαν ενίσχυση για να αντέξουν στις ακραίες συνθήκες. Στον
εμπρός προφυλακτήρα τοποθετήθηκαν επιπλέον προβολείς, οι βάσεις του
παρμπρίζ ενισχύθηκαν, ενώ το 131 Abarth rally, «δάνεισε»
τον κλωβό ασφαλείας, τις ασφάλειες του καπό, αλλά και τα φαρδύτερα
φτερά. Στη συνέχεια οι άνθρωποι της Abarth εξερεύνησαν
κάθε πιθανή δυνατότητα βελτίωσης της απόδοσης του αυτοκινήτου, το
οποίο θα ήταν και το πρώτο diesel αγωνιστικό που θα λάβανε μέρος σε
διεθνή αγώνα.
Στις 14 Αυγούστου του 1977, τρία Fiat 131 Abarth Diesel βρέθηκαν στην εκκίνηση στο διάσημο Covent Garden του Λονδίνου. Με τον αριθμό 6 η Γαλλική ομάδα των Robert Neyret και Marianne Hoepfner, με το 26 η Ιταλική ομάδα των Giancarlo Baghetti (πρώην οδηγού της Formula 1 με τις ομάδες των Ferrari, Lotus, Brabham, BRM και ATS) και Tommaso Carletti και τέλος με το νούμερο 66, η γυναικεία ομάδα των Evelyne Vanoni και Christine Dacremont. Συνολικά, από τη Βρετανική πρωτεύουσα ξεκίνησαν 80 αυτοκίνητα για τη μεγάλη περιπέτεια, ένα εκ των οποίον οδηγούσε ο Έλληνας Γιάννης Σταθάτος με συνοδηγό τον Δανό Erling Jensen.
Η διαδρομή ήταν σχεδιασμένη έτσι ώστε να περάσει απ’ όλα τα
μεγάλα αεροδρόμια στα οποία είχε πτήσεις η Singapore Airlines που
γιόρταζε τα 30α της γενέθλια και ήταν ο βασικός
χορηγός της εκδήλωσης. Από το Covent Garden με πορεία την Ανατολική
ακτή της Αγγλίας, τα πληρώματα πέρασαν με πλοίο στην
Ολλανδία και από εκεί συνέχισαν με πορεία προς το Άμστερνταμ, τη
Φρανκφούρτη, το Παρίσι και στη συνέχεια το Μιλάνο. Μέσα σε
11 ώρες τα πληρώματα διέσχισαν την Γιουγκοσλαβία και στη συνέχεια
πέρασαν στην Ελλάδα, όπου μετά από τέσσερις μέρες και τέσσερις
νύχτες ακατάπαυστης οδήγησης, είχαν την ευκαιρία να ξεκουραστούν.
Στην πραγματικότητα μόνο λίγα από τα πληρώματα γεύτηκαν αυτή τη
σύντομη ανάπαυλα, αφού τα περισσότερα είχαν να καλύψουν το χαμένο
χρόνο από διάφορες καθυστερήσεις που αντιμετώπισαν κατά τη διάρκεια
της διαδρομής.
Από την Αθήνα ξεκινούσε και το πλέον ανταγωνιστικό
κομμάτι του αγώνα. Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινούπολη, Άγκυρα
και Τεχεράνη και από εκεί μέσα από τα 400χλμ. της Μεγάλης Αλμυρής
Έρημου του Dasht-e Kavir, το πολύχρωμο καραβάνι των αγωνιστικών
έφτασε στο Ταμπάς του Ιράν. Διασχίζοντας το Πακιστάν και στη
συνέχεια την Ινδία, τα πληρώματα για δεύτερη φορά μπήκαν σε πλοίο
για να περάσουν από το Τσεννάι (Μαντράς) του Κόλπου της Βεγγάλης
στη Μαλαισία. Άνθρωποι και μηχανές θα είχαν μια τελευταία ευκαιρία
να πάρουν μια βαθιά ανάσα στο ταξίδι με πλοίο από τη
Σιγκαπούρη στην Αυστραλία. Εκεί τους περίμενε το τελευταίο
σκέλος του αγώνα, στο οποίο θα έπρεπε να καλύψουν 13.200 km σε
λιγότερο από 8 ημέρες για να λυτρωθούν τελικά στο Σύδνεϋ στις 27
Σεπτεμβρίου.
Συνολικά 30.000 km, τα περισσότερα εκ των οποίων σε χωματόδρομους, καλύφθηκαν σε 45 ημέρες, ενώ το αρχικό πλάνο του αγώνα ήταν να διαρκέσει 30. Δύο από τα 131 Abarth Diesel κατάφεραν να ολοκληρώσουν τον μαραθώνιο, κατακτώντας την 1η (Robert Neyret / Marianne Hoepfner ) και 2η (Giancarlo Baghetti / Tommaso Carletti) θέση στην κατηγορία τους, προσφέροντας πολύτιμη δημοσιότητα για ένα αυτοκίνητο που θα ξεκινούσε την εμπορική του πορεία λίγους μήνες αργότερα. Σήμερα, ένα από τα «ιερόσυλα» Abarth φιλοξενείται στο Heritage HUB στο Τορίνο, θυμίζοντας το διαχρονικό πάθος της μάρκας για επιδόσεις και νίκες ανεξάρτητα από τα χαρακτηριστικά του οχήματος.