Honda Civic MK1 1977: Χοντάκι
Του πρόσφερα δεύτερη νιότη, μου χάρισε αξέχαστες στιγμές
- -
- -
Είχα μόλις επιστρέψει από τις καλοκαιρινές μου διακοπές, με 300 ευρώ στην τσέπη – γι’ αυτό μου αρέσει η Μυτιλήνη, δεν χρειάζεσαι μια περιουσία για να την περάσεις ζάχαρη (χρειάζεσαι όμως για τα εισιτήρια…). Μην έχοντας ρόδα για να βολτάρω, αποφάσισα να κάνω την κίνηση: να πάρω το σαραβαλάκι του Σκίτσμαν. Το είχε αγοράσει ο πατέρας μου πριν 15 χρόνια από μια φίλη του, που το είχε στο νησί για τις διακοπές της. Έχει μερικά σαπάκια, αλλά μηχανικά είναι αστέρι. Τα λόγια του Σκίτσμαν δεν έπεφταν μακριά από την πραγματικότητα. Παρόλα αυτά, ομολογώ ότι μόλις το είδα, σκέφτηκα μήπως ήταν καλύτερο να φάω τα 300 γιούρα σε μπύρες, μέχρι να τελειώσει η άδειά μου.
Τελικά το πήρα. Ήταν η χρονιά της Ελλάδας, με σούπερ Ολυμπιακούς και Euro στη μπάλα. Το Χοντάκι ήταν σαν και μένα, του ’77, μερικούς μήνες μεγαλύτερος εγώ. Θα το φτιάξω μόνος μου, σκέφτηκα. Θα το γδύσω, θα το ξύσω, θα το βάψω, θα το λουστράρω και θα γίνει αστέρι. Εντάξει, όχι ακριβώς αστέρι, αλλά τουλάχιστον θα κυκλοφορούσε αξιοπρεπώς. Ευτυχώς για το Χοντάκι όμως, οι δημόσιες σχέσεις του φάδερ αποδείχτηκαν χρυσάφι και έτσι γλίτωσε τα μαθήματα φανοποιίας. Ένας φίλος φαναρτζής προσφέρθηκε να το μαζέψει. Το έγδυσα και του το πήγα. Οικονομικά μου είπε, οχτακόσια υπολόγισα, ένα χιλιάρικο πήγε τι μαλλί. Αλλά έγινε κούκλα. Κάτι τρυπίτσες στο πάτωμα έκλεισαν με φρέσκια λαμαρίνα "Φέτα Τελεμέ", το άσπρο τσιμέντο στα σαπάκια αντικαταστάθηκε από original στόκο και ένα ζεστό κόκκινο χρώμα στρώθηκε από πάνω σα μέλι, καλύπτοντας κάθε ατέλεια και κάνοντας το Χοντάκι να λαμποκοπά από χιλιόμετρο μακριά. Το σαλόνι το περιποιήθηκα μόνος μου, ενώ καινούργια μπήκαν επάνω μια εξάτμιση, τέσσερα Toyo 12άρια και τέσσερα Kayaba πορτοκαλί (τελευταίο σετ, ξεχασμένο σε κάποιο ράφι). Και τώρα που το θυμήθηκα, ανάθεμα το γύφτο που μου έφαγε τις 12άρες Momo μαγνησίου.
Όταν το έδεσα και το είδα τελειωμένο, πραγματικά το λυπήθηκα. Σε αυτό θα μάθει η γυναίκα μου να οδηγεί; Ωχ, σκέφτηκα. Κι όμως, δεν είπε όχι πουθενά. Με κάδους τα έβαλε, σε βράχους “παρκάρισε”, ένα βεσπάκι διαλύθηκε επάνω του γεμίζοντας με πλαστικά την Πατησίων, αλλά αυτό εκεί, ο ορισμός του “δεν σπάει, δεν χαλάει”. Και τι δεν έκανε. Στην Αμφίκλεια για να δούμε ράλλυ σπριντ μας πήγε, στην ορεινή Ναυπακτία μας έκανε διακοπές (στρίβοντας στις φουρκέτες όπως ερχόταν με 3η και με μέση κατανάλωση 5,6 lt/100 km παρακαλώ!), με Τσικουετσέντα και άλλα ανυποψίαστα μικρά τα έβαζε στα φανάρια (όχι εγώ παιδιά, η γυναίκα μου), σε ράλλυ οικονομίας πήρε μέρος (Αργύρη, θυμάσαι στον χωματόδρομο που σου φώναζα μην αφήνεις, σπάσ’ το, έχουμε φάει καπέλο;), μέχρι και στην εκκλησία γαμπρό με πήγε. Μόνο σε συνεργείο δεν πήγαινε. Κορυφαία στιγμή: Έξοδος Αττικής οδού από αεροδρόμιο προς Περιφερειακή Υμηττού, Polo του 2002 με φούστες κολλάει για να περάσει. Σανιδώνω το γκάζι για να ξυπνήσει ο γέρικος 1.300άρης με το μονό Keihin και όσα από τα 69 άλογα ήταν ακόμη εν ζωή. Αν το Polo είναι μούφα 1.200άρι, έχουμε ελπίδες, σκέφτηκα. Και ήταν. Στην ανηφορική ευθεία, το Φάουβε έμεινε πίσω – δεν άνοιγα, δεν έκλεινε. Στην δεξιά όμως που ακολουθεί, το Civic έστριψε με όσα είχε μαζέψει (το είχε ξανακάνει άλλωστε πολλές φορές) και έστειλε το Polo για προφιτερόλ. Όταν αργότερα άφησα το γκάζι και τον άφησα να με περάσει, είδα ένα χαμόγελο στα χείλη του.
Ποιος ήξερε τι έλεγε από μέσα του όμως, γιατί μόλις έστριψα για το σπίτι, το Civic έκοψε ιμάντα. Α, καλά, θα τα έχει κουρέψει όλα, θα θέλεις μοτέρ και δεν υπάρχει τίποτα, πέταξέ το, ήταν τα λόγια του μάστορα. Ευτυχώς, ένας φίλος μου σύστησε τον Άγγελο – όνομα και πράμα. Λύσε καπάκι και έρχομαι να το δω, μου είπε και μέχρι να αφήσω τα κατσαβίδια από τα χέρια μου, είχε φτάσει. Δεν έχει πάθει τίποτα, ήταν η διάγνωση. Μου άλλαξε ιμάντα και με την ευκαιρία και έναν εκκεντροφόρο - μετά από 32 χρόνια, είχε φθαρεί το ενσωματωμένο γρανάζι που ανεβάζει το λάδι ψηλά στο καπάκι. 130 ευρώ η ζημιά (!!) για τη μόνη μηχανική επισκευή που του έκανα στα 6 χρόνια που του ήπια το αίμα!
Το ότι αυτό διάλεγε πάντα από το γκαράζ η μεγάλη μου κόρη για βόλτα, δεν στάθηκε αρκετό. Η δεύτερη κόρη δεν πρόφτασε να μπει καν μέσα. Με πινακίδες ιστορικού πια, το φανταχτερό κόκκινο να θέλει κάθε 2 μήνες αλοιφή για να ζωντανέψει και με μερικά μπιμπίκια να έχουν κάνει ήδη την εμφάνισή τους στην ταλαιπωρημένη λαμαρίνα, το Χοντάκι μας άφησε για νέες περιπέτειες σε καινούργια χέρια. Απ’ όσο ξέρω, ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει. Όπως ακριβώς κάνει και στην καρδιά μου. Αν το μετάνιωσα; Δεν ξέρω αν θα το παραδεχτώ ποτέ, είμαι φοβερά εγωιστής. Ας όψονται αι άτιμαι οικονομικαί δυσκολίαι...