Lancia Fulvia Coupe 3

Η γλυκιά ιστορία της «Άρτας»

  • -
  • -

Η Fulvia ξεκίνησε τη ζωή της σε χρώμα κίτρινο το 1974, όταν και αγοράστηκε από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη της έναντι ποσού 225.000 δρχ., αρκετά υψηλού για την εποχή εκείνη (αν αναλογιστεί κανείς τι διαμέρισμα αγόραζε κάποιος με τα χρήματα αυτά).

Όταν τα ΤΑΞΙ της Αθήνας βάφτηκαν κίτρινα, η Fulvia έγινε μαύρη και, τέλειωσε την πρώτη ζωή της το 1993, κόκκινη, σε κακή κατάσταση και παρατημένη σε ένα υπόγειο. Στην κατάσταση αυτή, με τόσες ελλείψεις όσες και σκουριές τη βρήκα και την αγόρασα το 2003, εκπληρώνοντας ένα παιδικό μου όνειρο: μεγάλωσα σε μία οικογένεια με Lancia, αγαπούσα πάντα -και αγαπάω- όλα τα Lancia της καλής εποχής και από μικρός ήθελα μία Fulvia coupe.

Το 2005 ξεκίνησε η μακριά προσπάθεια ανακατασκευής του αυτοκινήτου. Και ενώ η Fulvia δεν είναι αυτό που ονομάζουμε σπάνιο αυτοκίνητο (λόγω του μικρού κυβισμού της πολλές 1300 κυκλοφόρησαν ακόμη και στην Ελλάδα), πολλά ανταλλακτικά είναι δύσκολο να βρεθούν και η νεκρανάσταση είναι δύσκολη, ιδίως αν δεν υπάρχει «donor car». Έτσι, ανταλλακτικά συγκεντρώθηκαν από την Ιταλία, την Αγγλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, ακόμη και τη Νότιο Αφρική, ενώ δεν έλειψαν και πολλά λάθη, ιδίως στην αρχή που δεν ήξερα ακόμη το σωστό δρόμο στην αναζήτηση.

Τα δύσκολα, όμως, άρχισαν με τη φανοποιεία, όπου απεκαλύφθη ότι, ακόμη και ο φανοποιός μου που διαφωνούσε με την αγορά, δεν είχε φανταστεί το χάλι: μπρουτζοκολλήσεις, διάτρητοι θόλοι, χάλια φτερά κλπ (οι πόρτες τη γλύτωσαν γιατί ήταν αλουμινένιες).

Έτσι, με πολλή και υπομονετική δουλειά του φανοποιού αλλάχθηκαν τέσσερα μισά φτερά, η πίσω ποδιά, οι μαρσπιέδες, κατασκευάστηκαν εσωτερικοί θόλοι με πατέντα από γυρισμένα φρύδια φτερών, καθαρίστηκε το σύμπαν και, με το πέρασμα του χρόνου, το αυτοκίνητο, αφού βάφτηκε στην εργοστασιακή απόχρωση του κόκκινου (λίγο arancione), ξαναβάφτηκε μόλις τράβηξαν οι στόκοι και πήρε το δρόμο του για το μηχανικό.

Ο τελευταίος επισκεύασε τον ταλαιπωρημένο κινητήρα και άλλαξε όλα (ή σχεδόν) τα μηχανικά μέρη: έμβολα, φρένα, ανάρτηση, αντλίες, καλωδιώσεις, σωληνώσεις, μαρκούτσια, όλα καινούργια. Ψευδοπλαίσιο αμμοβολισμένο και ηλεκτροστατικά βαμμένο, καρμπυρατέρ λυμένα, σούστες λυμένες και βαμμένες (με τεφλόν αντί για λάστιχο ανάμεσα στα φύλλα) και και και…. Μετά από αυτά, ο ταπετσέρης ήταν το εύκολο και γρήγορο τμήμα της ιστορίας.

Με το τέλος της Οδύσσειας, το αυτοκίνητο έφτασε έναν υψηλό βαθμό πιστότητος, με δύο μόνον παρασπονδίες, δανεισμένες από τη δεύτερη γενιά: το τιμόνι και το logo στο ταμπλό (δεν άντεχα να βλέπω το πλαστικό τιμόνι της Fulvia 3). Η αποκάλυψη για μένα ήταν η οδήγησή της: οδηγείται ευχάριστα και σβέλτα (10 κιλά ανά ίππο), σαν ένα κανονικό σημερινό αυτοκίνητο, με καλά φρένα, ακριβές τιμόνι και καλό κράτημα, η δε αίσθηση που έχεις όταν περνάς από κάθε μορφής ανωμαλίες είναι μοναδική. Ένα αυτοκίνητο που λύθηκε, κόπηκε, ράφτηκε και ξαναδέθηκε, το νιώθω σαν ένα συμπαγές κομμάτι: τίποτα δεν τρίζει και τίποτα δεν κοπανάει (βέβαια, πέραν της καλής ποιότητος του αυτοκινήτου και του μοναδικού δεσίματός του, μερίδιο στο αποτέλεσμα έχει και η άψογη δουλειά φανοποιού και μηχανικού).

Έτσι, η Fulvia, 17 χρόνια μετά την ημέρα που κλείστηκε στο υπόγειο (και 5 χρόνια από την αρχή της επισκευής), ξανακύλησε το 2010 στις ρόδες της και ξεκίνησε τη δεύτερη ζωή της,  κάνοντας την πρώτη της βόλτα, πού αλλού, στο Σούνιο.

Α, ναι, απέκτησε και το γλυκό –και ιταλοπρεπές- όνομα Arta (από το γνωστό γιοφύρι).

ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΠΕΡΙΜΕΝΕΤΕ. ΦΟΡΤΩΝΟΝΤΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ...