Μ' ένα Mini σε "Ιερές Διαδρομές"
Η κρυφή γοητεία του Regularity
- -
- -
Πάει κάνα δίμηνο, τώρα, που σε μια ανύποπτη στιγμή είχε χτυπήσει το τηλέφωνο και στην οθόνη είδα Λουκάς – Fiestakias. «Καμιά βόλτα Ψάθα θα μου πει να πάμε, τώρα», σκέφτομαι, και σιχτιρίζω που ακόμα υπηρετώ τη μαμά Πατρίδα. Με το άκουσμα, όμως, της πρότασής του, όχι μόνο δε σιχτίρισα, αλλά πρέπει στο πρόσωπό μου να σχηματίστηκε εκείνο το κλασικό ηλίθιο χαμόγελο… «Τι λες, τρέχουμε στο Ιστορικό; 3 και 4 Νοέμβρη είναι»… «30 Οκτώβρη απολύομαι», συλλογίζομαι, και χωρίς πολλά πολλά, χωρίς καν να έχω αναλογιστεί τι και πως, πετάω ένα μονολεκτικό «ναι».
Το επόμενο διάστημα, μέχρι τον αγώνα, προφανώς και δεν επαρκεί για καμιά σοβαρή προετοιμασία, αλλά, ανάμεσα στα σκοπέτα στην πύλη του Καποτά και τις υποχρεώσεις του Λουκά καταφέρνουμε και χωράμε μερικές συναντήσεις, που αποσκοπούν στο να μπω στη λογική του Regularity, πρώτον, και να καταφέρουμε να βρούμε έναν κώδικα συνεννόησης με τον οδηγό, δεύτερον.
Πέρα απ’ τη δική μας προετοιμασία, το Mini δέχεται κι αυτό κάποια στοιχειώδη περιποίηση, ώστε τουλάχιστον να μην αντιμετωπίσουμε πρόβλημα τεχνικής φύσης. Τακάκια, σωληνάκια φρένων, βάσεις μοτέρ, λίγο ψήλωμα. Να ‘χουμε όσο λιγότερες έγνοιες, έστω γι’ αυτά που δεν έχουν να κάνουν με τον ανθρώπινο παράγοντα. Ούτε λόγος να γίνεται για τοποθέτηση καλού οδομέτρου, οπότε εκ των προτέρων έχουμε επίγνωση ότι χωρίς κατάλληλο εξοπλισμό και με ελάχιστη πείρα – άλλο ένα Ακρόπολις κι ένα ακόμα αγώνα ο Λουκάς και κανέναν εγώ – πάμε με σκοπό πρώτα απ’ όλα να ευχαριστηθούμε τα διήμερο αυτό, να ρουφήξουμε όσο περισσότερες εικόνες, μυρωδιές και μελωδίες απ’ τα άλλα – ομολογουμένως – εντυπωσιακότερα αλλά και μη κατασκευάσματα, να καταγράψουμε στο μνημονικό μας κάθε δευτερόλεπτο και μέτρο στα βουνά της Στερεάς Ελλάδας και τέλος – ει δυνατόν – να μην κάνουμε χοντρές γκάφες. Πράγμα που τελικά δεν καταφέραμε, αλλά που δε μας μείωσε ούτε κατ’ ελάχιστο τη χαρά μας. Την τεράστια και αγνή χαρά του να συμμετέχεις σ’ αυτό το πράγμα που λέγεται Ακρόπολις.
Αγνή και απλή όσο τα μέσα που ‘χαμε στη διάθεσή μας. Το ταχύμετρο του Mini, το οδόμετρό του, που χάνει περί τα 83 μέτρα στο χιλιόμετρο, 2-3 χρονόμετρα, μπλοκάκι, post-it, μολύβια, στυλό, ταινία διπλής όψης, μονωτική ταινία, εκείνους τους εξαιρετικούς φακούς διαβάσματος της Energizer με το «μανταλάκι» για να πιάνουν σε βιβλίο, και ίσως κάνα δυο ακόμα τέτοια πανάκριβα και εξεζητημένα εξαρτήματα, ομολογκαρισμένα, εννοείται, απ’ τη FIA και τη θεία.
Όσο άσχετος και να ‘μουν με το θέμα Regularity, ποτέ δε θεώρησα ότι είναι «βόλτα», άποψη που ακούς από πολλούς, είτε από άγνοια, είτε από υπεροψία έναντι αυτού του τύπου αγώνα. Και αυτό επιβεβαιώθηκε με την πρώτη μας δοκιμή. Είχε προηγηθεί μια συνάντηση με το Λουκά, στην οποία μου ‘χε δώσει να μελετήσω υλικό από παλαιότερους αγώνες, αλλά όταν εκείνο το σαββατιάτικο πρωινό φτάσαμε στην εκκίνηση της Φυλής και μου ‘πε «πες μου», απλούστατα «τα ‘χασα». «Εεε, τι, πως, μισό, να βρω το χαρτί, το μολύβι, που ‘ναι το διαολεμένο το κομπιουτεράκι» ήταν οι πρώτες απαντήσεις που πήρε. Γρήγορα, όμως, μπήκα στο κλίμα και κατάλαβα ότι ο αγώνας αυτός όχι μόνο βόλτα δεν είναι, αλλά απαιτεί – ειδικά ελλείψη κατάλληλου εξοπλισμού – να ‘χεις ανά πάσα στιγμή πρόσβαση σε πληροφορίες, αποθηκευμένες είτε στο ξερό σου κεφάλι, είτε, καλύτερα φυσικά, σε ένα χαρτί, και με αστραπιαία ταχύτητα να μπορείς να τις επεξεργαστείς και να βγάλεις μια απόφαση για το πώς πρέπει να κινηθείς σε κάθε περίπτωση.
Ακολούθησαν τέσσερις-πέντε, συνολικά, μέρες δοκιμών σε ε.δ.
παλιών αγώνων, και καταφέραμε, θεωρούμε, να βρούμε εκείνον τον
κώδικα επικοινωνίας που έλεγα παραπάνω… Και, εφόσον βρήκαμε και
σημειώσαμε και τις σωστές ταχύτητες στο ταχύμετρο – να ‘ναι καλά οι
ταινίες της Tesa Film - και ορίσαμε και το σφάλμα του οδομέτρου, σε
σχέση με την επίσημη χιλιομέτρηση του αγώνα, ήμασταν έτοιμοι για
τον τεχνικό έλεγχο, την Παρασκευή πριν τον αγώνα. Εκεί
συνειδητοποιήσαμε καλύτερα με τι θα είχαμε να κάνουμε στον αγώνα,
απ’ τη μια - μιας και ο εξοπλισμός των περισσότερων συμμετεχόντων
ήταν τουλάχιστον εντυπωσιακός – και θαυμάσαμε από κοντά μερικά
«διαμάντια» της αυτοκίνησης, απ’ την άλλη. Όλα καλά και με τον
τεχνικό έλεγχο, λοιπόν, και το Μινάκι έρχεται στο γκαράζ για
πλύσιμο και κόλλημα αυτοκόλλητων. Μια διαδικασία, που όσο αστεία
και να φαίνεται, για κάποιον που πραγματικά αγαπά αυτό που λέγεται
αυτοκίνητο και αγώνες, έστω χωρίς να συμμετέχει ενεργά – μέχρι τώρα
τουλάχιστον – φαντάζει μια ιεροτελεστία πριν από τον αγώνα τον
ίδιο.
Το 154 πάει για ύπνο, και περιμένει το πρωί της
3ης Νοέμβρη να παρουσιαστεί στη Διονυσίου
Αρεοπαγίτου για δεύτερη φορά στη ζωή του.
Έστω με ελάχιστο κόσμο, και έστω κάτω από μια κιτς φουσκωτή αψίδα, μια εκκίνηση κάτω απ’ την Ακρόπολη είναι μια εκκίνηση κάτω απ’ την Ακρόπολη. Δε νομίζω ότι έχει σημασία να περιγράψω συναισθήματα. Προσπαθώντας να πιστέψω τι ζω η ώρα πάει 09.51 και παίρνουμε εκκίνηση για την ε.δ. Τιτάν.
Κατηφορίζουμε γρήγορα τη Συγγρού, έχοντας προαποφασίσει ότι στις
απλές διαδρομές θα πηγαίνουμε όσο γρηγορότερα μας επιτρέπουν οι
εκάστοτε συνθήκες, ώστε να μην έχουμε άγχος, να φτάνουμε όσο πιο
έγκαιρα στις ειδικές και να έχουμε χρόνο ώστε να ξανατσεκάρουμε
τους υπολογισμούς μας. Διασχίζουμε περιφερειακό Δραπετσώνας,
Σχιστό, ανεβαίνουμε από Μαγούλα και είμαστε χαλαρότατα στην ώρα μας
στον Τιτάνα. Εκεί το πλήρωμα του κουκλίστικου και ταυτόχρονα άγριου
695 esse esse αντιμετωπίζει δυσκολίες. Παρά τις επίμονες
προσπάθειές μας, αρνείται πεισματικά να πάρει. Δεν του περνά, όμως…
Παίρνει και εκκινεί, τελικά, έστω με μια καθυστέρηση, την ε.δ. και
χαιρόμαστε πολύ γι’ αυτό! Έρχεται και η σειρά μας… πρώτη φορά μετρώ
ανάποδα σε μια εκκίνηση τέτοιου αγώνα και ό,τι και να πω για το πώς
νιώθω είναι λίγο. Ξεκινάμε και προσπαθούμε να κρατήσουμε με
ευλάβεια τη ζητούμενη ΜΩΤ, ακόμα και σε σχετικά σφιχτές στροφές.
Βόλτα το Regularity, ε; Καλά… Περνάμε απ’ το σημείο αλλαγής ΜΩΤ με
μια μικρή – για ‘μας – χρονική απόκλιση απ’ τον ιδανικό χρόνο που
‘χαμε υπολογίσει, και προσπαθούμε στο δεύτερο κομμάτι της να
κινηθούμε ανεξάρτητα απ’ το πρώτο, ακόμα πιο σωστά. Τερματίζουμε
την ε.δ. και οδεύουμε προς την επόμενη, τη Δάφνη, που τερματίζουμε
επίσης χωρίς κάποιο τρελό λάθος και φτάνουμε στην πανωλεθρία μας. Η
ε.δ. Λεύκτρα μας στέρησε όποια αμυδρή ελπίδα – φάνηκε εκ των
υστέρων ότι – είχαμε, μιας και από ξεκάθαρα δικό μου λάθος χάνουμε
ένα loop και μοιραία και τον τερματισμό της ε.δ., που μετρούσε
διπλή. Φορτωνόμαστε, έτσι με χίλιους και πόντους, χωρίς όμως αυτό
να το ξέρουμε εκείνη την ώρα.
Συνεχίζουμε σαν απλά να έχουμε χάσει το loop. Η Άσκρη κυλά πολύ
σωστά, φτάνοντας στη 10η ε.δ. να έχουμε 1.5” απόκλιση
απ’ τον ιδανικό χρόνο, και στην ανασύνταξη στον Αλίαρτο προσπαθούμε
να βγάλουμε άκρη με τις επόμενες ε.δ. και ειδικά με την παράξενη
Τιθορέα, στο πρώτο κομμάτι της οποίας τελικά πετυχαίνουμε την
καλύτερη επίδοση της ημέρας, με μισό δευτερόλεπτο απόκλιση.
Χαλαρά κουτρουβαλάμε τον Μπράλο και φτάνουμε Καμένα Βούρλα, όπου η
ατμόσφαιρα είναι πολεμική. Σ’ όλη την πόλη μηχανικοί και πληρώματα
τρέχουν να προλάβουν να αλλάξουν set up από ασφάλτινο σε χωμάτινο
για τη δεύτερη μέρα της Sporting, ενώ και τα σύγχρονα αγωνιστικά
του Πρωταθλήματος προετοιμάζονται πυρετωδώς. Ξεδιψάμε το όχημά μας,
και το αφήνουμε να ξεκουραστεί. Αύριο πρέπει να μας βοηθήσει να
ανακάμψουμε, όσο μπορέσουμε!
Βρισκόμαστε με τον Πέτρο και τον Τάκη, το πλήρωμα του AX που θα έτρεχαν την Κυριακή, και τον Γιάννη και το Γιώργο, που από κοντά κι αυτοί προσέφεραν πολύτιμη συμπαράσταση και βοήθεια ως υποστήριξη στους πρώτους, καθώς και με τον πανταχού παρόντα Ιωσήφ, που όλο χαρά μας ανακοινώνει την 8η θέση γενικής της μπλε Θεάς απ’ τη Διέπη, στα χέρια του Λάμπρου. Στο κέντρο του αγώνα μαθαίνουμε ότι είμαστε 37οι γενικής, 36οι απ’ τα ελληνικά πληρώματα, και πρώτοι απ’ τα πληρώματα που έχουν χρεωθεί αντίστοιχες ποινές, λόγω μη τερματισμού κάποιας ε.δ. ή για άλλους λόγους.
Ακολουθεί ρημαδοφαγητό, ως συνήθως, μην και πεινάσουμε τα παλικάρια, στον γειτονικό Άγιο Σεραφείμ. Χρύσα, Σάββα, Ελπίδα, Γιώργο ένα ευχαριστώ είναι λίγο, όπως και ένα simeco για να συνέλθουμε… Φυσικά και αστειεύομαι. Ο καλύτερος τρόπος να χωνέψεις μπριζολουκάνικα, σαλάτες, πατάτες είναι ένα γλυκάκι! Εις το επανιδείν παιδιά!
Πίσω στο ξενοδοχείο, όπου πέφτουμε κάτι παραπάνω από ξεροί για ύπνο, προλαβαίνοντας ευτυχώς να σετάρουμε τα ξυπνητήρια μας για τις 07.15.
Στο ξενοδοχείο Γαλήνη μαθαίνουμε ότι εκκινούμε 09.06, άρα έχουμε
ευτυχώς χρονική άνεση να «βγάλουμε» τις ε.δ. τουλάχιστον μέχρι την
ανασυγκρότηση του Γαλαξιδίου. Αυτή τη φορά τριπλοκοιτάμε το road
book για να ψυλλιαστούμε εκ των προτέρων πιθανές λούπες, και να μην
την ξαναπατήσουμε όπως το Σάββατο.
Πρώτη ε.δ. η Ανάβρα, μια ανάσα απ’ τα Καμένα Βούρλα, την οποία
τελειώνουμε χωρίς δράματα, ξεκινώντας με αισιοδοξία – και σα να μην
υπήρξε ποτέ η προηγούμενη μέρα και η γκάφα μας – την Κυριακή. Στο
πρώτο κομμάτι των Ξυλικών, δε, καταφέρνουμε 0.3” απόκλιση απ’ τον
ιδανικό χρόνο, ενώ και στο «Βαγονέτο», η απόδοσή μας είναι αρκετά
καλή, πάντα με τα κριτήρια που ‘χαμε θέσει, δεδομένης της απειρίας
και της έλλειψης εξοπλισμού. Στη Βίνιανη δεν τα πάμε τόσο καλά,
αλλά στη Βουνιχώρα με flying εκκίνηση και έχοντας σημάδι τους
Raimondo/Calegari με την εκπληκτική 356 και στα γνωστά μου λημέρια
στα Πεντεόρια ανακάμπτουμε κάπως.
Κατηφορίζουμε στο οικείο Γαλαξίδι, προμηθευόμαστε στερεά καύσιμα απ’ το φούρνο και καρφί για την καφετέρια, όπου πρέπει να «βγάλουμε» τις ε.δ. του τελευταίου κομματιού του αγώνα, συμπεριλαμβανομένου του Προσηλίου, με την παγίδα του. Γεμίζουμε πάλι το 25αράκι ρεζερβουάρ του Μίναρου και πάμε να πάρουμε εκκίνηση απ’ το μόλο για γνωστά σε ‘μένα λημέρια. Τα Πεντεόρια μας περιμένουν, και στις ανηφορικές φουρκέτες κρατάμε όση φόρα μπορούμε, διατηρώντας την ταχύτητα κοντά στη δοθείσα ΜΩΤ όσο μπορούμε, ανακάμπτοντας στις μεγάλες ευθείες ενδιάμεσα. Η γνώση της διαδρομής μας βοηθά να τα πάμε αρκετά καλά, και συνεχίζουμε για το ύπουλο – με τη λούπα του, που έχουμε σημάνει με ό,τι σύμβολο μπορούμε να σκεφτούμε – Προσήλιο… Η συνάντησή μας με την 911S στην είσοδο του χωριού ήταν ευτυχώς αναίμακτη, και παρόλη την προετοιμασία κάνουμε ένα πολύ μικρό λαθάκι, που όμως δε μας εμποδίζει στο τελευταίο κομμάτι του να γράψουμε ένα 0.2”, ισοφαρίζοντας τους πρώτους και μένοντας δεύτεροι στην κατάταξη της ε.δ. πίσω απ’ την 356 λόγο παλαιότητάς της. Προχωρούμε για το κατηφορικό και γεμάτο υγρασίες Χάνι Ζαγγανά, όπου δεν τα πάμε πολύ καλά προσπαθώντας να ‘μαστε όσο προσεκτικοί γινόταν, και οδεύουμε προς την τελευταία ε.δ. του αγώνα, τον Μπράλο, όπου σαν επιστέγασμα της απόλυτα αξιοπρεπούς μας παρουσίας πετυχαίνουμε ένα 1.1”. Ο Κώστας τυχαίνει να μας μετρά το κλείσιμο της μέρας ως κριτής, και απόλυτα ικανοποιημένοι, χωρίς να έχουμε βέβαια ακόμα γνώση των αποτελεσμάτων, κατευθυνόμαστε προς τα Καμένα Βούρλα από το βαρετότατο αυτοκινητόδρομο. Τον τερματισμό ούτε που τον πήραμε χαμπάρι, πάλι με την κιτς φουσκωτή αψίδα και ελάχιστο – αλλά θερμό – κόσμο γύρω.
Έχουμε αναμφίβολα αγωνία να δούμε πόσο βελτιώσαμε, ή όχι, την κατάταξή μας και σβέλτα μπαίνουμε στο Γαλήνη, όπου η χαρά μας είναι μεγάλη. Καβαλήσαμε τρεις θέσεις στη γενική, φτάνοντας 34οι, αλλά το πιο ενθαρρυντικό ήταν ότι για την Κυριακή ήμασταν 13οι απ’ τα ελληνικά πληρώματα, μια θέση που σίγουρα δε φανταζόμασταν. Προφανώς και η απόλυτη επίδοση έχει λίγη σημασία σε έναν τέτοιο αγώνα, ειδικά λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες και το βαθμό προετοιμασίας μας, αλλά κανείς δε μπορεί να αρνηθεί πως δίνει χαρά το γεγονός ότι έστω με τα μέσα που ‘χαμε στη διάθεσή μας, πετύχαμε και με το παραπάνω μια αξιόλογη εμφάνιση.
Δεν έχει νόημα να πω πόσο γεμάτος νιώθω ύστερα από μια τέτοια εμπειρία. Έστω με τόσες λίγες συμμετοχές, έστω με οργανωτικά θεματάκια, ήταν ένας αγώνας που στο όνομά του έχει αυτή τη λεξούλα, που για όλους μας είναι θρύλος. Και έστω με ελάχιστο κόσμο γύρω, χωρίς ράμπα, και κάτω από μια φουσκωτή κιτς αψίδα, το να εκκινείς κάτω απ' το Βράχο και μια μέρα μετά να τερματίζεις εκεί, που έχεις δει να παρελαύνουν μέρες καλοκαιριού ιερά τέρατα προξενεί ρίγος χαράς.
Και στα επόμενα.
Photo: Κωστής Σινανίδης