Δοκιμή: Smart ForFour 900 Turbo 90 PS
Η επανεμφάνιση του ονόματος ForFour στο ταμπλό της αυτοκίνησης, γίνεται με τρόπο που προμηνύει αλλά και δικαιολογεί σοβαρή εμπορική επιτυχία
- -
- -
με μια ματιά
Στη δεύτερη γενιά του το ForFour υλοποιεί την ιδέα ενός 4θέσιου αυτοκινήτου πόλης, με microcar άρωμα. Πρόκειται για το απόλυτα ευέλικτο premium μικρό με τέσσερις θέσεις, που ευφυώς διατηρεί τους απαραίτητους δεσμούς με τους ForTwo, ως οδηγό προς την επιτυχία.
γλυκά
- Εξαιρετική ευελιξία
- Ροπή κινητήρα
- Σχεδίαση καμπίνας
- Κλιμάκωση κιβωτίου
- Εικόνα και πρακτικότητα καμπίνας
- Προσεγμένη ηχομόνωση
- Καθησυχαστικό πάτημα στο δρόμο
ξινά
- Τιμή
- Εξοπλισμός βασικής έκδοσης
- Όχι κορυφαία κατανάλωση
- Οι χώροι θα μπορούσαν να είναι λίγο καλύτεροι
Δεν είναι μυστικό ότι η πρώτη γενιά του Smart ForFour που παρουσιάστηκε το 2004 και σταμάτησε να παράγεται εσπευσμένα το 2006, δεν είχε την επιτυχία που οι άνθρωποι της εταιρείας περίμεναν. Έτσι, πέρασε στην ιστορία ως ένα πολύ αξιόλογο σουπερμίνι (αδελφό με το Mitsubishi Colt) όχι όμως και πετυχημένο. Τώρα λοιπόν που η Smart αποφάσισε να το επαναφέρει ως μοντέλο στην αγορά η επιτυχία του είναι επιβεβλημένη, όχι μόνο για τα οικονομικά αποτελέσματα αλλά και για λόγους κύρους. Στο δρόμο γι’ αυτή την επιτυχία, η αρχική ιδέα του αυτοκινήτου είναι τώρα πολύ διαφορετική, κι εδώ που τα λέμε αυτή που έπρεπε εξ’ αρχής να είναι: Ένα ForTwo με περισσότερες θέσεις.
Η ισχύς εν τη ενώσει
Η συνεργασία της Mercedes-Benz με τη Renault αποδείχθηκε η ικανή και αναγκαία συνθήκη για το εγχείρημα του νέου ForFour. Και είναι αναμενόμενο, αφού η από κοινού εξέλιξή του με το Renault Twingo εξασφάλισε την απαιτούμενη οικονομία κλίμακας. Έχει όμως γίνει ακριβώς όπως ακριβώς έπρεπε, γι’ αυτό και τα δύο μοντέλα κρύβουν την ομογάλακτη σχέση τους όσο επιβάλλουν οι κανόνες και οι προτιμήσεις της αγοράς.
Σχεδιαστικά το ForFour δε θα μπορούσε –και δε θα έπρεπε- να είναι τίποτα περισσότερο από την 5θυρη, 4θέσια και πιο πρακτική εναλλακτική του ForTwo. Κι αυτό ακριβώς έχει επιτευχθεί στο έπακρο. Στο εμπρός και το πίσω μέρος οι σχεδιαστικοί δεσμοί μεταξύ των δύο αυτοκινήτων είναι σαφέστατοι, ενώ η διαφορά τους αποτυπώνεται ξεκάθαρα στο προφίλ. Η μεγαλύτερη καμπίνα του ForFour αυξάνει το μήκος στα 3,49 m (από τα 2,69 m του ForTwo) και στο πίσω μέρος της θα χωρέσουν δύο ενήλικοι κανονικών διαστάσεων. Δεν είναι ό,τι πιο ευρύχωρο υπάρχει στα αυτοκίνητα πόλης, όμως η κατάσταση είναι πλήρως αποδεκτή. Η εικόνα του ταμπλό είναι επίσης όμοια με του ForTwo, κάτι που σημαίνει έναν εσωτερικό κόσμο με σύγχρονη σχεδίαση κι ευχάριστη διάθεση. Η θέση οδήγησης είναι σωστή (καλύτερη από του ForTwo), με καλή ορατότητα και εργονομική λογική που ασπάζεσαι εύκολα. Απλώς ικανοποιητικό για τα δεδομένα των αυτοκινήτων πόλης είναι το πορτμπαγκάζ των 185 λίτρων, που πάντως φορτώνεται αρκετά εύκολα. Οι πλάτες του πίσω καθίσματος μπορούν να ασφαλίσουν και σε σχεδόν κάθετη θέση δίνοντας μια ανάσα επιπλέον χώρου, όμως τότε δε μπορεί να καθίσει κάποιος. Δεν υπάρχουν και πολλά ακόμα να γκρινιάξεις όμως. Η ποιότητα των υλικών δεν είναι κορυφαία είναι όμως ικανοποιεί, ενώ τη σημασία που έχει δοθεί στη λεπτομέρεια δείχνει και το παχύ ηχο/θερμομονωτικό πάτωμα του πορτμπαγκάζ. Καταφέρνει και κρατάει όχι μόνο τον ήχο αλλά και τη θερμότητα που εκπέμπει το μοτέρ όσο χρειάζεται μακριά από την καμπίνα.
Όλα πίσω
Όσο ανοιχτόμυαλος απέναντι στην τεχνολογία κι εάν είσαι, μια δυσπιστία απέναντι στην επιλογή κινητήρας-κίνηση πίσω σε ένα τόσο μικρό αυτοκίνητο, θα την έχεις. Όμως αφενός για χάρη της χωροταξικής εκμετάλλευσης κι αφετέρου για να δικαιολογήσει την προσέγγισή του ως το «μεγάλο» ForTwo, το νέο ForFour είχε την άτυπη υποχρέωση να το κάνει. Σε καθημερινές συνθήκες κίνησης μόνο δύο πράγματα μαρτυρούν πως κάτι διαφέρει από τα «συνηθισμένα» αυτοκίνητα. Το πρώτο είναι ότι το τιμόνι κόβει απίστευτα πολύ, καθότι δεν έχει τη σύνδεση με τα ημιαξόνια να περιορίζουν την κίνηση των τροχών. Γι’ αυτό και η ακτίνα του κύκλου στροφής είναι μόλις 8,65 m. Το δεύτερο, είναι πως το πίσω μέρος πέφτει κάπως βαρύ στις λακκούβες του δρόμου. Δεν είναι νευρικό ή άγαρμπο, νοιώθεις όμως ότι μεταφέρει σημαντικό βάρος. Σε επίπεδο άνεσης αυτό δεν σημαίνει ιδιαίτερους συμβιβασμούς πάντως, αφού η ανάρτηση λειτουργεί χωρίς να είναι ξερή. Στο πεδίο του κρατήματος, την αρχική τάση του εμπρός μέρους να ανοίγει την τροχιά του μαθαίνεις να την αντιμετωπίζεις μένοντας στο γκάζι και αφήνοντας τα ηλεκτρονικά συστήματα να κάνουν τη δουλειά του όπως είναι σχεδιασμένα να κάνουν. Τα ίδια συστήματα, αναλαμβάνουν να περιορίσουν -όποτε χρειάζεται- και τις αντιδράσεις του πίσω μέρους λόγω του έξτρα βάρους, κάτι που πετυχαίνουν πολύ καλά. Εκτός από ασφαλές, το ForFour είναι και πολύ ευκολοδήγητο, με εύχρηστο λεβιέ ταχυτήτων στο 5άρι κιβώτιο και αρκετά μαλακό πεντάλ συμπλέκτη ώστε να μην δυσανασχετείς στο σταμάτα-ξεκίνα. Αποτελεσματικό είναι και στο φρενάρισμα, με περισσότερη σταθερότητα από όση περιμένεις.
Συμπυκνωμένη δύναμη
Κι εάν στις εκδόσεις με τον ατμοσφαιρικό 1.000άρη κινητήρα των 71 ίππων το βασικό παράπονό σου είναι οι ασθενικές επιδόσεις ακόμα και με το δεδομένο της αστικής ανάγκης, το συγκεκριμένο ForFour έχει τη λύση. Τη δίνει με τις ευλογίες του 3κύλινδρου 900άρη κινητήρα της Renault που αποδίδει 90 ίππους και 135 Nm ροπή. Είναι αλουμινένιος, και πλην του άμεσου ψεκασμού καυσίμου, ενσωματώνει τις περισσότερες σύγχρονες τεχνολογίες που περιορίζουν τις απώλειες ενέργειας άρα και την κατανάλωση μαζί με τις εκπομπές ρύπων. Στις πολύ χαμηλές στροφές είναι λίγο τεμπέλικος, όμως από τις 2.000 rpm έχει την ευχάριστη ζωντάνια που θέλεις, χωρίς έντονη υστέρηση στο πάτημα του γκαζιού. Θα μπορούσε να κρατάει τη δύναμή του και σε πιο υψηλές στροφές, όμως χάρη στη σωστή κλιμάκωση του χειροκίνητου κιβωτίου, αυτό σπανιότατα σε ενοχλεί. Είναι δηλαδή, ξεκάθαρο ότι ο συγκριμένος κινητήρας ταιριάζει στο ForFour ασύγκριτα καλύτερα από τον 1.000άρη, ενώ το παράδοξο είναι ότι έχει πρακτικά τις ίδιες απαιτήσεις σε βενζίνη. Η εξήγηση είναι ότι αναγκάζεσαι να τον πιέζεις λιγότερο για να παράξει το απαιτούμενο έργο. Τα 7 lt/100 km είναι μια αντιπροσωπευτική μέση τιμή εάν δεν προσπαθείς για τη μέγιστη οικονομία, ενώ με υπομονή θα δεις και πολύ χαμηλά 6άρια. Παράλληλα, οι επιδόσεις της έκδοσης των 90 ίππων είναι σε άλλο κόσμο συγκριτικά με εκείνη των 71 και τα τέλη κυκλοφορίας παραμένουν μηδενικά. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι τα 15,9 sec του ForFour 71 PS για τα 0-100 km/h γίνονται μόλις 11,2 sec στο ForFour 90 PS, ενώ αντίστοιχη είναι η βελτίωση και στις ρεπρίζ.
Ένα ForTwo για τέσσερις παρακαλώ…
Πατώντας λοιπόν στο όνομα που έχει χτίσει το ForTwo, το ForFour τρόπον τινά δικαιοδοτείται να μην είναι φτηνό και να διαχωρίζει τη θέση του από τον «προσιτό» ανταγωνισμό. Γι’ αυτό και ξεκινάει από τα 13.060 ευρώ με την απόσυρση για το βασικό επίπεδο εξοπλισμού και φτάνει στα 15.550 για το επίπεδο εξοπλισμού proxy. Ασφαλώς και δεν το αγοράζεις με κριτήρια vale for money, γι’ αυτό δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να σχολιάσεις την τιμή του. Η ουσία για το κοινό στο οποίο στοχεύει, είναι ότι τώρα πια όποιος γοητεύεται από την ιδέα του Smart ForTwo και δε μπορεί να προσπεράσει το δεδομένο των 2 θέσεων, έχει μια λύση που ανταποκρίνεται στα ζητούμενά του.
συμπέρασμα
Υλοποιώντας όπως πρέπει μια έτσι κι αλλιώς έξυπνη ιδέα, το ForFour είναι ένα μικρό που στοχεύει μεταξύ συναισθήματος και ουσίας. Γι’ αυτό και πετυχαίνει εκείνους που είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν κάτι παραπάνω για ένα μικρό αυτοκίνητο, έχοντας όμως παράλληλα απαράμιλλη ευκολία οδήγησης και παρκαρίσματος για τα 4θέσια δεδομένα. Με το δεδομένο της upper class προσέγγισης, είναι σαφώς προτιμότερη η συγκεκριμένη υπερτροφοδοτούμενη έκδοση των 90 ίππων έναντι εκείνης με τους 71.