Δοκιμή Kia Picanto 1.2 GT-line Auto: Survivor
Σε μία εποχή που υπερισχύουν τα SUV και τα crossover, ότι μικρό οδεύει προς εξαφάνιση. Όχι όμως το Picanto, το οποίο αντιστέκεται και επιστρέφει ανανεωμένο και έτοιμο να συνεχίσει την εμπορική του πορεία.
- -
- -
με μια ματιά
Το νέο Picanto αποτελεί τη ζωντανή απόδειξη ότι ένα μικρό αυτοκίνητο πόλης μπορεί να είναι θελκτικό σε μία εποχή που μαστίζουν τα SUV. Με σύγχρονο design και χαμηλή κατανάλωση έχει τα εφόδια για να συνεχίσει να σημειώνει πωλήσεις.
Το έτος είναι 2017 και η Kia παρουσιάζει την 3η γενιά του Picanto, το οποίο περιβάλλεται από πληθώρα ανταγωνιστών, με την κατηγορία των αυτοκινήτων πόλης να έχει τουλάχιστον μία πρόταση από σχεδόν κάθε mainstream κατασκευαστή. Fast forward 7 χρόνια μετά και η εικόνα της αγοράς έχει αλλάξει δραματικά. Τα λιλιπούτεια μοντέλα που ένιωθαν «σαν στο σπίτι τους» εντός των αστικών κέντρων έχουν σχεδόν εξαφανιστεί και τη θέση τους έχουν πάρει σαφώς μεγαλύτερες κατασκευές με SUV και crossover προσανατολισμό. Οι περισσότερες αυτοκινητοβιομηχανίες είδαν αυτή τη στροφή στο ενδιαφέρον των αγοραστών και ξαφνικά βρεθήκαμε με αμέτρητες επιλογές σε μία ακριβότερη κατηγορία, αυτή των B-SUV, που πριν από μία 10ετία έκανε τα πρώτα της μόλις βήματα. Ταυτόχρονα, τα οικονομικά και πρακτικά αυτοκίνητα πόλης έχουν γίνει είδος υπό εξαφάνιση.
Αλλά όχι το Picanto. Αυτό, μαζί με άλλους 2-3 πιστούς συμμετέχοντες του A-segment, συνεχίζει να υπάρχει και να εξελίσσεται ως ένας εκ των τελευταίων επιζώντων. Θέλοντας λοιπόν να διατηρήσει μία όσο το δυνατόν ισχυρότερη θέση στην αγορά, η Kia θέλησε να ανανεώσει για δεύτερη φορά το μικρότερο μοντέλο στη γκάμα της (το πρώτο facelift έγινε το 2020), εναρμονίζοντας το με τα σημερινά στάνταρ και χαρίζοντας έναν αέρα από… το μέλλον. Τουλάχιστον σχεδιαστικά. Το οδηγούμε στην κορυφαία εκδοχή που προσφέρεται αυτή τη στιγμή, με το ισχυρότερο εκ των δύο διαθέσιμων κινητήριων συνόλων συνδυασμένο με αυτόματο κιβώτιο και το πλουσιότερο και σπορτίφ πακέτο εξοπλισμού GT-line.
Μελλοντικά ερεθίσματα
Σε πολλούς μπορεί να φαίνεται περίεργο ένα δεύτερο facelift, αλλά η αιτιολόγηση που κρύβεται από πίσω είναι αρκετά απλή. Με την πτώση των πωλήσεων στα αυτοκίνητα πόλης, η Kia έπρεπε να βρει ένα τρόπο να διατηρήσει επίκαιρο το Picanto, χωρίς να χρειαστεί να δημιουργήσει ένα καινούργιο αυτοκίνητο από λευκό χαρτί. Κάπως έτσι, η λογική ενός εκτενούς facelift αποτελεί την ιδανική μέση λύση χαρίζοντας στον πρακτικό και οικονομικό μαχητή πόλης την σχεδιαστική φιλοσοφία των νεότερων μελών στη γκάμα των Κορεατών που ακούει στο όνομα «Opposites United».
Σίγουρα το πρώτο πράγμα που θα κερδίσει το ενδιαφέρον όσον αφορά την εμφάνιση είναι το εμπρός μέρος, με το νέο «πρόσωπο» να επηρεάζεται σημαντικά από μοντέλα όπως τo EV9, με την κάθετη πλέον διάταξη των φωτιστικών σωμάτων να χαρίζει μία πιο επιβλητική εμφάνιση. Φυσικά ανασχεδιασμένος είναι και ο προφυλακτήρας, ενώ η ίδια λογική ισχύει και στην πίσω όψη του μοντέλου, με ενδιαφέρουσα προσθήκη και στις δύο άκρες να είναι η μπάρα φωτός που ενώνει τα φωτιστικά σώματα. Όλα αυτά αφορούν την σπορτίφ έκδοση GT-Line που οδηγούμε. Η συγκεκριμένη έκδοση μάλιστα έρχεται με τροχούς αλουμινίου 16 ιντσών, ενώ στην βασική βρίσκουμε ζάντες 14 ιντσών.
Εντός της καμπίνας οι αλλαγές είναι σημαντικά πιο διακριτικές με την κυριότερη να είναι ο νέος ψηφιακός πίνακας οργάνων των 4,2 ιντσών που διατίθεται από την βασική κιόλας έκδοση. Στοιχείο αρκετά γνώριμο, αφού πρόκειται για τον ίδιο που βρίσκουμε και στο συγγενικό Hyundai i10. Αναβαθμισμένο είναι και το πακέτο συστημάτων ενεργητικής ασφάλειας ADAS. Αυτό μεταξύ άλλων φέρει και τα υποχρεωτικά συστήματα ανίχνευσης απόσπασης της προσοχής του οδηγού και αναγνώρισης σημάτων οδικής κυκλοφορίας, όπως επιβάλει ο Γενικός Κανονισμός Ασφαλείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, GSR2. Από εκεί και πέρα, τόσο από πλευράς υλικών, όσο και συναρμογής , το Picanto βρίσκεται σε εξαιρετικό επίπεδο για την κατηγορία. Προφανώς υπάρχουν και σκληρά πλαστικά, αλλά τουλάχιστον η ποιότητα τους αφήνει θετικές εντυπώσεις, ενώ η όλη εικόνα ευνοείται και από τις προσθήκες δέρματος στη συγκεκριμένη έκδοση, τόσο στο τιμόνι όσο και στα καθίσματα.
Εδώ να πούμε πως οι δίχρωμες δερμάτινες επενδύσεις είναι στάνταρ στην έκδοση GT-Line, ενώ υπάρχουν και αλλά στοιχεία που κάνουν το μικρό κορεατικό μοντέλο να μην έχει να ζηλέψει τίποτα από τα μεγαλύτερα μέλη της γκάμας. Ανάμεσά τους η έγχρωμη οθόνη αφής 8 ιντσών του συστήματος infotainment (με Apple CarPlay και Android Auto), η κάμερα οπισθοπορίας με την εξαιρετική ευκρίνεια, τα πίσω ηλεκτρικά παράθυρα που ανοίγουν μέχρι κάτω, αλλά και το κεντρικό υποβραχιόνιο εμπρός. Όλα τα παραπάνω στοιχεία κολακεύουν τον τομέα της άνεσης, με το Picanto βέβαια να προσφέρει έτσι κι αλλιώς επαρκείς χώρους για το segment στο οποίο ανήκει. Τέσσερις ενήλικες θα μπορέσουν να κινηθούν αξιοπρεπέστατα (κάτι που δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο με όλους τους ανταγωνιστές του), ενώ ο χώρος για τις αποσκευές των 255 λίτρων είναι μία άκρως ικανοποιητική απόδοση. Με τα πίσω καθίσματα διπλωμένα μάλιστα αγγίζει τα 1.010 λίτρα. Από τη θέση του οδηγού, η οποία είναι βολική ακόμη και για άτομα με ψηλότερο ανάστημα, η ορατότητα είναι καλή, ενώ δεν θα κουράσει ακόμα και σε ένα πολύωρο ταξίδι.
Αντίο turbo
Η σημαντικότερη διαφοροποίηση του νέου Picanto σε σχέση με τον προκάτοχο του όσον αφορά τα μηχανικά μέρη είναι η αφαίρεση του ισχυρότερου συνόλου των 100 ίππων από τον κατάλογο. Αποτελούσε την μοναδική υπερτροφοδοτούμενη επιλογή από τους κινητήρες, ενώ πρόκειται για μία επιλογή που προκάλεσε μία μικρή έκπληξη. Κι αυτό γιατί το συγγενικό Hyundai i10 συνεχίζει να διατίθεται με το συγκεκριμένο μοτέρ. Σαν να μην έφτανε αυτό οι νέες αυστηρότερες προδιαγραφές ρύπων, ανάγκασαν τους Κορεάτες να προχωρήσουν στις απαραίτητες τροποποιήσεις ώστε να εναρμονίζονται με τις νομοθεσίες, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την μείωση της απόδοσης ελαφρώς από όλα τα σύνολα.
γλυκά
- Εμφάνιση
- Ποιότητα
- Εξοπλισμός
- Οδική συμπεριφορά
- Χώροι
- Χαμηλή κατανάλωση
ξινά
- Τιμή
- Άνεση ανάρτησης στην έκδοση GT-line
Η παραπάνω επιλογή αφήνει το νέο Picanto με δύο ατμοσφαιρικά κινητήρια σύνολο 1.000 και 1.200 κυβικών με απόδοση 63 και 79 ίππους, αντίστοιχα. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε μικρές αλλαγές με στόχο την επίτευξη χαμηλότερης κατανάλωσης και λιγότερων εκπομπών CO2. Από πλευράς κιβωτίου και οι δύο κινητήρες συνδυάζονται είτε με χειροκίνητο κιβώτιο 5 σχέσεων, είτε με αυτόματο ίδιου αριθμού σχέσεων. Το ισχυρότερο εκ των δύο που οδηγούμε, αν και με 5 ίππους λιγότερους σε σχέση με το pre-facelift (79 αντί για 84 και 115 Nm αντί για 122), δεν θα προβληματίσει με τις επιδόσεις του τη συντριπτική πλειοψηφία του κοινού στο οποίο απευθύνεται το μοντέλο.
Δείτε ακόμη: Τα 5 φθηνότερα Β-SUV στην Ελλάδα - Κάτω από 21.000 ευρώ
Τα 16,5 δευτερόλεπτα που χρειάζεται για το 0-100 km/h σίγουρα δεν θα βάλουν φωτιά στην άσφαλτο, αλλά αυτό το νούμερο οφείλεται κυρίως στην αργή -συγκριτικά με τα σημερινά δεδομένα- λειτουργία του αυτόματου κιβωτίου. Βασικά πρόκειται για ένα μηχανικό κιβώτιο με αυτοματοποιημένο μηχανισμό αλλαγών, που αντικαθιστά πλήρως τον συμπλέκτη και τον κλασικό λεβιέ. Αλλάζει δηλαδή μόνο του τις σχέσεις, ενώ υπάρχει και η επιλογή να κάνει ο οδηγός τις αλλαγές, μετακινώντας τον επιλογέα προς τα εμπρός (+) ή προς τα πίσω (-). Στη χειροκίνητη έκδοση ο χρόνος αυτός πέφτει στα 13,1 δευτερόλεπτα. Τιμή αρκετά καλύτερη και ικανοποιητικότατη για το είδος του αυτοκινήτου. Γιατί να επιλέξει λοιπόν κάποιος την ελαφρώς ακριβότερη αυτόματη έκδοση;
Αυτό εξαρτάται από τις προτεραιότητες του καθενός. Αν αναζητά τις επιδόσεις τότε η φθηνότερη αλλά και πιο οικονομική χειροκίνητη έκδοση είναι αυτή που ψάχνει. Το αυτόματο κιβώτιο θα το επιλέξει κάποιος που θέλει τη μέγιστη ευκολία κατά τη διάρκεια της οδήγησης. Στοιχείο αρκετά σημαντικό στο αστικό περιβάλλον για το οποίο προορίζεται κυρίως ένα αυτοκίνητο πόλης όπως το Picanto. Για το τυπικό της υπόθεσης να πούμε ότι η τελική ταχύτητα φτάνει τα 159 km/h, ασχέτως κιβωτίου.
Ευχάριστο και αποτελεσματικό
Στην πράξη, όπως είπαμε και παραπάνω, εντός πόλης, το αυτόματο 1.200άρι σύνολο συνδυάζει απόδοση και ευκολία. Ο κινητήρας είναι ελαστικός από χαμηλά και είναι πολύ πιο πρόθυμος από αυτό που σε προϊδεάζουν τα νούμερα επιδόσεων. Το κιβώτιο δεν διακρίνεται για τις αστραπιαίες αλλαγές, τις κάνει ωστόσο ομαλά και συμβάλλει στην ξεκούραστη οδήγηση, τουλάχιστον όταν ο ρυθμός είναι ήπιος. Όταν οι απαιτήσεις για έντονη επιτάχυνση αυξάνονται, τότε το κενό που δημιουργείται κατά τη διάρκεια της αλλαγής είναι σημαντικά πιο αισθητό, αλλά τουλάχιστον βελτιώνεται κάπως η κατάσταση όταν πραγματοποιεί ο οδηγός τις αλλαγές χειροκίνητα από το λεβιέ. Λειτουργία που δεν θεωρείται δεδομένο ακόμη και σε μεγαλύτερα μοντέλα με αυτόματο κιβώτιο.
Οι μικρές διαστάσεις και το τιμόνι που κόβει κάνουν τους ελιγμούς εντός πόλης «παιχνιδάκι», ενώ το ίδιο ισχύει και για το παρκάρισμα. Από την άλλη, το τίμημα άνεσης που θα πληρώσει κανείς λόγω της πιο σφικτής ανάρτησης (γόνατα McPherson εμπρός – ημιάκαμπτος άξονας πίσω) και των μεγαλύτερων τροχών της έκδοσης GT-line, ανταποδίδεται με την ευθυβολία και την σταθερότητα του μοντέλου στον ανοιχτό δρόμο και στις πιο υψηλές ταχύτητες. Επίσης, υπό αυτές τις συνθήκες, η καλή ηχομόνωση βοηθά με τον επίπεδα θορύβου μιας και η κοντή κλιμάκωση μεταφράζεται σε υψηλές στροφές του μοτέρ σε ταχύτητες αυτοκινητόδρομου. Κάτι άλλο που πρέπει να επισημανθεί είναι το πόσο ευχάριστο είναι και στον επαρχιακό, με το αμάξωμα να γέρνει λίγο και το άμεσο τιμόνι να δημιουργεί ένα λιλιπούτειο μαχητή των δρόμων. GTI δεν μπορεί να θεωρηθεί, αλλά η αίσθηση που προσφέρει σίγουρα θα χαρίσει αυτοπεποίθηση και ένα χαμόγελο στους πιο «ανήσυχους» οδηγούς. Τα φρένα έχουν ικανοποιητική απόδοση και αρκετή αντοχή, κάτι στο οποίο συμβάλει και το χαμηλό συνολικό βάρος. Τέλος, από πλευράς κατανάλωσης ο κατασκευαστής δηλώνει 5,7 lt/100km, νούμερο που μπορείς να δεις εύκολα στο trip computer αν οδηγείς πολύ οικονομικά. Με πιο νορμάλ οδήγηση η μέση τιμή που βρίσκεται περίπου στα 6,5 lt/100 km και με χρήση A/C.
συμπέρασμα
Φτάνοντας στο ταμείο, εκεί είναι που θα δυσκολευτούν ίσως αρκετοί, μιας και το συγκεκριμένο αυτοκίνητο με το πακέτο GT-line και το αυτόματο κιβώτιο ξεπερνά το ψυχολογικό φράγμα των 20.000 ευρώ. Με αυτά τα χρήματα όμως αποκτούν ένα ολοκληρωμένο αυτοκίνητο πόλης, που δεν του λείπει απολύτως τίποτα, εντυπωσιάζει με την εμφάνιση του, χαρίζει μια ευχάριστη και ξεκούραστη οδηγική εμπειρία και ταυτόχρονα κινείται οικονομικά. Εάν πάλι το κόστος αποτελεί κατασταλτικό παράγοντα, υπάρχουν και τα πληρέστατα πακέτα εξοπλισμού Optimum και Premium, με τις τιμές για το 1.000άρι μοτέρ να ξεκινούν από μόλις 16.790 ευρώ.